συμβρύκω: Difference between revisions
From LSJ
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=symvryko | |Transliteration C=symvryko | ||
|Beta Code=sumbru/kw | |Beta Code=sumbru/kw | ||
|Definition=[ῡ], <span class="sense" | |Definition=[ῡ], <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[gnash]], ἐπὶ τῆς γλώσσης τοὺς ὀδόντας <span class="bibl">Iamb.<span class="title">VP</span>31.194</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 23:25, 11 December 2020
English (LSJ)
[ῡ], A gnash, ἐπὶ τῆς γλώσσης τοὺς ὀδόντας Iamb.VP31.194.
German (Pape)
[Seite 980] τοὺς ὀδόντας, die Zähne zusammenbeißen, Iambl. V. P. 194.
Greek (Liddell-Scott)
συμβρύκω: [ῡ], τρίζω, συγκρούω, συμβρύξασα ἐπὶ τῆς γλώσσης τοὺς ὀδόντας Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 194.
Greek Monolingual
Α
τρίζω μαζί με κάποιον ή με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + βρύκω «τρίζω τα δόντια»].
Greek Monolingual
Α
τρίζω μαζί με κάποιον ή με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + βρύκω «τρίζω τα δόντια»].