τάργανον: Difference between revisions
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=targanon | |Transliteration C=targanon | ||
|Beta Code=ta/rganon | |Beta Code=ta/rganon | ||
|Definition=τό, <span class="sense" | |Definition=τό, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[vinegar]], <span class="bibl">Phoen.5</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> = [[τράγος]] v, Dsc.4.51 (v.l. [[τράγανον]]).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:25, 12 December 2020
English (LSJ)
τό, A vinegar, Phoen.5. II = τράγος v, Dsc.4.51 (v.l. τράγανον).
German (Pape)
[Seite 1071] τό, Essig, Nachwein, od. Lauer, auch trüb gewordener, verdorbener Wein, Phoenix Colophon. bei Ath. XI, 495 d. Es soll mit ταράσσω zusammenhangen, E. M erkl. es = ταρακτόν.
Greek (Liddell-Scott)
τάργᾰνον: τό, ὄξος ἢ ξιδόκρασον, Λατ. lora, Φοῖνιξ παρ’ Ἀθην. 495Β. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τάργανον· ὄξος. Λυδοί. ἢ τὸ ταράττον. ἢ τὸ ἀπὸ στεμφύλων πόμα. καὶ πόα, ἡ καὶ σκορπίουρος».
Greek Monolingual
(I)
τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) (στους Λυδούς) όξος, ξίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. με επίθημα -ανον (πρβλ. ξό-ανον). Η σύνδεση της λ. τόσο με τον τ. στεργάνος «κοπρώνας» όσο και με τη λ. τρύξ «νέο κρασί» δεν είναι ικανοποιητική ούτε από μορφολογική ούτε από σημασιολογική άποψη. Πιθανότερη φαίνεται η άποψη ότι η λ. συνδέεται με τα ἀτρεκής και ἄτρακτος και ανάγεται σε αμάρτυρο αρχικό ρ. με σημ. «στρέφω, γυρίζω» αντίστοιχο του λατ. torqueo «στρέφω». Όσον αφορά, εξάλλου, στη σημ. της λ. έχει παρατηρηθεί ότι το ρ. τρέπω «στρέφω» έχει χρησιμοποιηθεί για να δηλώσει υγρά, όπως γάλα ή κρασί, που έχουν χαλάσει, έχουν κόψει, έχουν ξινίσει: ὁ οἶνος τρέπεται και τροπίας «κρασί που έχει ξινίσει» (πρβλ. και το γαλλ. le vin tairne). Η σύνδεση, τέλος, του τάργανον με τη λ. σαργάνη (πρβλ. «ταργάναι
πλοκαί συνδέσεις») δεν θεωρείται πιθανή].
(II)
τὸ, Α
είδος υδρόβιου φυτού, η ίππουρις.
Frisk Etymology German
τάργανον: {tárganon}
Grammar: n.
Meaning: verdorbener Wein, Essig, Nachwein (Phoèn. [IIIa]).
Derivative: Daneben οἶνος τεταργανωμένος sauerer Wein (Pl. Kom.), ταργαίνειν· ταράσσειν H.
Etymology : Nicht sicher erklärt. Nach gewöhnlicher Annahme zu στεργάνος und τρύξ (s. dd.). Semantisch näher liegt die Sippe terk-, trek- drehen in lat. torqueō drehen, winden, aind. tarkú- Spindel u.a. (s. auch ἄτρακτος und ἀτρεκής; dazu WP. 1, 735f., Pok. 1077), die aber durch das auslaut. -k abweicht. Begrifflich steht dieser Etymologie nichts im Wege, da sich Ausdrücke für drehen sehr oft auf Getränke, die sauer, bitter oder kahmig werden, beziehen, z.B. ὁ οἶνος τρέπεται der Wein schlägt um, wird sauer, verdirbt mit τροπίας verdorbener Wein, τάργανον, ital. il vino dà la volta ib., frz. le lait tourne die Milch wird sauer usw. usw., s. die zahlreichen Beispiele bei Lidén Armen. Stud. 105 f., Mélanges de phil. off. à J. Vising (Göteborg 1925) 378 ff. — Hierher somit ταργάναι· πλοκαί, συνδέσεις, πέδαι und τεταργανωμένη· συμπεπλεγμένη, συνειλημμένη H. (vgl. σαργάνη) mit urspr. Bed. Drehung, Windung bzw. gedreht, gewunden ? Zu τάργανον sauerer Wein : ταργάναι Geflechte, Gewebe stimmen tatsächlich recht gut nndl. wrang herb, bitter, sauer, vom Geschmack : got. wruggo Schlinge. Andere, unrichtige Vermutung über ταργάναι s. σαργάνη; abzulehnen ebenfalls Güntert Reimwortbild. 142f.: ταργάνη für σαργάνη nach ταρπός.
Page 2,856