φάσσιον: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fassion
|Transliteration C=fassion
|Beta Code=fa/ssion
|Beta Code=fa/ssion
|Definition=τό, = <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[palumbina]], Gloss.</span>
|Definition=τό, = <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[palumbina]], Gloss.</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΜΑ, και αττ. τ. [[φάττιον]] Α [[φάσσα]] / [[φάττα]]<br /><b>1.</b> υποκορ. του [[φάσσα]] («[[ἀλεκτρυόνιον]], [[φάττιον]], [[περδίκιον]]», Αθαν.)<br /><b>2.</b> κολακευτικό όνομα («[[νηττάριον]] ἂν καὶ [[φάττιον]] ὑπεκορίζεται», <b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=το, ΜΑ, και αττ. τ. [[φάττιον]] Α [[φάσσα]] / [[φάττα]]<br /><b>1.</b> υποκορ. του [[φάσσα]] («[[ἀλεκτρυόνιον]], [[φάττιον]], [[περδίκιον]]», Αθαν.)<br /><b>2.</b> κολακευτικό όνομα («[[νηττάριον]] ἂν καὶ [[φάττιον]] ὑπεκορίζεται», <b>Αριστοφ.</b>).
}}
}}

Revision as of 09:23, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φάσσιον Medium diacritics: φάσσιον Low diacritics: φάσσιον Capitals: ΦΑΣΣΙΟΝ
Transliteration A: phássion Transliteration B: phassion Transliteration C: fassion Beta Code: fa/ssion

English (LSJ)

τό, =    A palumbina, Gloss.

Greek Monolingual

το, ΜΑ, και αττ. τ. φάττιον Α φάσσα / φάττα
1. υποκορ. του φάσσαἀλεκτρυόνιον, φάττιον, περδίκιον», Αθαν.)
2. κολακευτικό όνομα («νηττάριον ἂν καὶ φάττιον ὑπεκορίζεται», Αριστοφ.).