χωλίαμβος: Difference between revisions
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=choliamvos | |Transliteration C=choliamvos | ||
|Beta Code=xwli/ambos | |Beta Code=xwli/ambos | ||
|Definition=[<b class="b3">ῐ], ὁ,</b> <span class="sense" | |Definition=[<b class="b3">ῐ], ὁ,</b> <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[a lame]] or [[halting iambic]], i.e. one that has a spondee for an iambus in the last place, said to have been invented by Hipponax, <span class="bibl">Demetr.<span class="title">Eloc.</span>251</span>, Sch.Heph.<span class="bibl">p.101</span> C.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:41, 12 December 2020
English (LSJ)
[ῐ], ὁ, A a lame or halting iambic, i.e. one that has a spondee for an iambus in the last place, said to have been invented by Hipponax, Demetr.Eloc.251, Sch.Heph.p.101 C.
German (Pape)
[Seite 1386] ὁ, der lahme, hinkende Jambus, der im letzten Fuße statt des Jambus einen Spondeus hat; Hipponax hat ihn am meisten gebraucht, heißt auch der Erfinder; Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
χωλίαμβος: ὁ, ἴαμβος χωλὸς ἢ χωλαίνων, δηλ. ἔχων σπονδεῖον ἀντὶ ἰάμβου ἐν τῷ τελευταίῳ ποδί, ἐπινοηθείς, ὡς λέγεται, ὑπὸ τοῦ Ἱππώνακτος, μνημονεύεται δὲ ἐκ τοῦ Δημ. τοῦ Φαληρ. ― Ἐπίθ. χωλιαμβικός, ή, όν, Σχόλια εἰς Ἡφαιστ. 6, 5, σ. 181· ῥῆμα χωλιαμβοποιέω, Εὐστ. 1684. 52.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
choliambe, vers iambique boiteux, càd terminé par un spondée.
Étymologie: χωλός, ἴαμβος.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
χωλός ίαμβος που επινοήθηκε από τον Ιππώνακτα, τρίμετρος ιαμβικός στίχος με σπονδείο ή τροχαίο τον τελευταίο πόδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χωλός + ἴαμβος.
Greek Monotonic
χωλίαμβος: ὁ, χωλός ίαμβος, δηλ. στίχος που έχει σπονδείο αντί ίαμβο στην τελευταία συλλαβή, λέγεται ότι επινοήθηκε από τον Ιππώνακτα.
Russian (Dvoretsky)
χωλίαμβος: ὁ стих. холиамб, т. е. хромой ямб (ямбический сенарий, последняя стопа которого заменена спондеем или хореем: ∪‒́∪‒́∪‒́∪‒́∪‒́∪̲).
Middle Liddell
χωλ-ίαμβος, ὁ,
a lame iambic, i. e. one that has a spondee for an iambus in the last place, said to be invented by Hipponax.