ψιλικός: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=psilikos
|Transliteration C=psilikos
|Beta Code=yiliko/s
|Beta Code=yiliko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of]] or <b class="b2">for a light-armed soldier</b>: <b class="b3">τὰ ψ</b>., = [[οἱ ψιλοί]], the [[light troops]], <span class="bibl">D.S.15.32</span>, cf. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Zeux.</span> 8</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of]] or <b class="b2">for a light-armed soldier</b>: <b class="b3">τὰ ψ</b>., = [[οἱ ψιλοί]], the [[light troops]], <span class="bibl">D.S.15.32</span>, cf. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Zeux.</span> 8</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:04, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῑλῐκός Medium diacritics: ψιλικός Low diacritics: ψιλικός Capitals: ΨΙΛΙΚΟΣ
Transliteration A: psilikós Transliteration B: psilikos Transliteration C: psilikos Beta Code: yiliko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A of or for a light-armed soldier: τὰ ψ., = οἱ ψιλοί, the light troops, D.S.15.32, cf. Luc.Zeux. 8.

German (Pape)

[Seite 1399] zum ψιλός gehörig, ihn betreffend, Luc. Zeux. 8; τὸ ψιλικόν, = οἱ ψιλοί, die leichten Truppen.

Greek (Liddell-Scott)

ψῑλικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἐλαφρῶς ὡπλισμένον στρατιώτην, (ψιλός)· τὸ ψιλικόν, τὰ ψιλικά, = οἱ ψιλοί, οἱ ἐλαφρῶς ὡπλισμένοι, οἱ εὔζωνοι, Διόδ. 15. 32, Λουκ. Ζεῦξ. 8.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne les troupes légères ; τὸ ψιλικόν, corps de troupes légères.
Étymologie: ψιλός.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α ψιλός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ελαφρά οπλισμένο στρατιώτη
2. (το ουδ. στον εν. ή πληθ. ως ουσ.) τὸ ψιλικόν ή τὰ ψιλικά
οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες.

Greek Monotonic

ψῑλῐκός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για ελαφρώς οπλισμένο στρατιώτη (ψιλός)· τὰ ψιλικά = οἱ ψιλοί, οι ελαφρώς οπλισμένες ομάδες στρατιωτών, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψιλικός -ή -όν [ψιλός] lichtbewapend; bestaande uit lichtgewapenden.

Middle Liddell

ψῑλῐκός, ή, όν
of or for a light-armed soldier (ψιλόσ); τὰ ψιλικά, = οἱ ψιλοί, the light troops, Luc.