ἀρκτικός: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=arktikos | |Transliteration C=arktikos | ||
|Beta Code=a)rktiko/s | |Beta Code=a)rktiko/s | ||
|Definition=(A), ή, όν, (<span class="sense" | |Definition=(A), ή, όν, (<span class="sense"> <span class="bld">A</span> ἄρκτος <span class="bibl">1.2</span>) [[near the Bear]], [[arctic]], [[northern]], πόλος <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mu.</span>392a3</span>; κύκλος <span class="bibl">Hipparch.1.7.6</span>, etc.: pl., <span class="bibl">Gem.5.10</span>; <b class="b3">-κά, τά,</b> [[the northern constellations]], <span class="bibl">Str.1.1.21</span>: Comp. <b class="b3">-ώτερος</b> ib. <span class="bibl">12</span>, <span class="bibl">Gem.14.10</span>: Sup., <span class="bibl">Str.1.1.6</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[connected with the Great Bear]], δύναμις <span class="title">PMag.Par.</span>1.1275.</span><br /><span class="bld">ἀρκτικός</span> (B), ή, όν, (ἄρχομαι) <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[initial]], [[placed at the beginning]], of a sentence, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>28.19</span>; ἀ. τεθεὶς σύνδεσμος <span class="bibl">Demetr.<span class="title">Eloc.</span>56</span>; of a word, συλλαβή <span class="bibl">Heph.1</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[originative]], c. gen., πυρετοῦ Gal. 17(2).299.</span><br /><span class="bld">ἀρκτικός</span> (C), ή, όν, (ἄρχω) <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[imperious]], <span class="bibl">Vett.Val.9.16</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:35, 12 December 2020
English (LSJ)
(A), ή, όν, ( A ἄρκτος 1.2) near the Bear, arctic, northern, πόλος Arist.Mu.392a3; κύκλος Hipparch.1.7.6, etc.: pl., Gem.5.10; -κά, τά, the northern constellations, Str.1.1.21: Comp. -ώτερος ib. 12, Gem.14.10: Sup., Str.1.1.6. II connected with the Great Bear, δύναμις PMag.Par.1.1275.
ἀρκτικός (B), ή, όν, (ἄρχομαι) A initial, placed at the beginning, of a sentence, A.D.Synt.28.19; ἀ. τεθεὶς σύνδεσμος Demetr.Eloc.56; of a word, συλλαβή Heph.1. 2 originative, c. gen., πυρετοῦ Gal. 17(2).299.
ἀρκτικός (C), ή, όν, (ἄρχω) A imperious, Vett.Val.9.16.
German (Pape)
[Seite 354] anfangend, Apoll. pron. 309, 6. nördlich, Pol. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρκτικός: -ή, -όν, παρὰ τὴν ἄρκτον, ἀρκτικός, βόρειος, πόλος ἀρκτικὸς Ἀριστ. π. Κόσμ. 2, 5, Πολύβ. παρὰ Στράβ. 96· ἐν τῷ ἀρκτικῷ μέρει Συλλ. Ἐπιγρ. 4449.
French (Bailly abrégé)
1ή, όν :
arctique, septentrional.
Étymologie: ἄρκτος.
2ή, όν :
t. de gramm. initial.
Étymologie: ἄρχω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 ártico, septentrional πόλος Arist.Mu.392a3, Hippol.Haer.4.47.2, κύκλος Hipparch.1.7.6, Eudox.Fr.64a, plu., Gem.5.10, ὠκεανός D.C.44.43.1, μέρος IGLS 465.6 (Antioquena I d.C.), ἀρκτικωτέρα ... ἡ Κύζικος τῆς Κολοφῶνος Sch.Nic.Al.7a, τὰ ... ἀρκτικώτερα (ἄστρα) Gem.14.10, ἀπὸ τοῦ ἀρκτικωτάτου στόματος Ptol.Geog.3.10.17
•subst. ὁ ἀ. el circulo ártico ὁ ... ἀ. ἐστι δύσεως καὶ ἀνατολῆς ὅρος el círculo ártico es el límite del levante y el poniente Str.1.1.6, cf. Plu.2.429f, 888c, plu., Str.1.1.21.
2 de la Osa Mayor ἀρκτικὴ δύναμις o simpl. ἀρκτική en los papiros mágicos invocando la constelación ἀ. δύναμις πάντα ποιοῦσα PMag.4.1275, 1331, cf. 7.686.
-ή, -όν
I 1inicial, colocado al principio σύμφωνα Heracl.Mil.Gramm.Pap.21.25, σύνταξις τῶν ἄρθρων A.D.Synt.137.1, σύνθεσις A.D.Synt.180.6, τόνος A.D.Synt.308.14, ἀ. ... τεθεὶς ὁ σύνδεσμος Demetr.Eloc.56, cf. Heph.1, EM 489.26G., lat. inchoatiuus Charis.252
•subst. τὸ ἀρκτικὸν τῆς ... συλλαβῆς Aristid.Quint.43.17.
2 que da origen a c. gen. πυρετοῦ Gal.17(2).299.
II astrol. dominante λέων Vett.Val.9.9.
Greek Monolingual
(I)
-ή, -ό (AM ἀρκτικός, -ή, -όν) άρκτος
ο βόρειος
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀρκτικά
οι βόρειοι αστερισμοί.
(II)
-ή, -ό (Α ἀρκτικός, -ή, -όν) άρχομαι
νεοελλ.
γραμμ. συνήθ. στον πληθ. οι χρόνοι του ρήματος από τους οποίους σχηματίζονται οι υπόλοιποι
αρχ.
ο αρχικός.