ἐρίγδουπος: Difference between revisions
ὡς χαρίεν ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ → how graceful is man when he is really a man | what a fine thing a human is, when truly human
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=erigdoupos | |Transliteration C=erigdoupos | ||
|Beta Code=e)ri/gdoupos | |Beta Code=e)ri/gdoupos | ||
|Definition=ον, <span class="sense" | |Definition=ον, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> = [[ἐρίδουπος]] (q.v.), [[loud-sounding]], [[thundering]], in Hom. epith. of Zeus, Διὸς υἱὸν ἐριγδούποιο <span class="bibl">Il.5.672</span> ; ἐ. πόσις Ἥρης <span class="bibl">Od.15.112</span> ; exc. in <span class="bibl">Il.11.152</span> <b class="b3">ἐ. πόδες ἵππων ;</b> so after Hom., Ναΐδων ἐ. στοναχαί <span class="bibl">Pi.<span class="title">Dith.Oxy.</span>2.12</span> ; καλαῦροψ <span class="title">APl.</span>4.74 ; βοείη <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>18.105</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:53, 12 December 2020
English (LSJ)
ον, A = ἐρίδουπος (q.v.), loud-sounding, thundering, in Hom. epith. of Zeus, Διὸς υἱὸν ἐριγδούποιο Il.5.672 ; ἐ. πόσις Ἥρης Od.15.112 ; exc. in Il.11.152 ἐ. πόδες ἵππων ; so after Hom., Ναΐδων ἐ. στοναχαί Pi.Dith.Oxy.2.12 ; καλαῦροψ APl.4.74 ; βοείη Nonn.D.18.105.
German (Pape)
[Seite 1028] laut tosend, donnernd, bei Hom. gew. ἐρ. πόσις Ἥρης, vom Donnerer Zeus; aber Il. 11, 152 ἐρίγδουποι πόδες ἵππων; sp. D., ποταμοί Qu. Sm. 3, 221. Vgl. ἐρίδουπος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρίγδουπος: -ον, = ἐρίδουπος (ὃ ἴδε), βροντωδῶς ἠχῶν, βροντώδης, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπίθετον τοῦ Διός, ἐριγδούπου Διὸς υἱὸν Ἰλ. Ε. 672· ἐρ. πόσις Ἥρης Ὀδ. Ο. 112, 180 Ἰλ.: Ἐν Ἰλ. Λ. 152. περὶ τῶν ποδῶν τῶν ἵππων, ἐρίγδουποι πόδες ἵππων.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au bruit retentissant.
Étymologie: ἐρι-, *γδοῦπος, v. δοῦπος.
English (Autenrieth)
and ἐρίδουπος (γδοῦπος): loud-thundering, resounding; epith. of Zeus, also of the seashore, the feet of horses, and the portico of a palace, Il. 5.672, Il. 20.50, Il. 11.152, Il. 24.323.
English (Slater)
ἐρίγδουπος, -ον
1 resounding ἐν δὲ Ναίδων ἐρίγδουποι στοναχαὶ Δ. 2. 12.
Greek Monolingual
ἐρίγδουπος, -ον (Α)
(κυρίως για έμψυχα) αυτός που βροντά, αυτός που ηχεί, ο βροντώδης («ἐρίγδουποι πόδες ἵππων», Ομ. Ιλ.)
βλ. και ερίδουπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + γδούπος].
Greek Monotonic
ἐρίγδουπος: -ον, = ἐρίδουπος, αυτός που βροντά δυνατά, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐρίγδουπος:
1) оглушительно гремящий, грохочущий (Ζεύς Hom.);
2) производящий громкий топот (πόδες ἵππων Hom.).