ἔκκυνος: Difference between revisions
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ekkynos | |Transliteration C=ekkynos | ||
|Beta Code=e)/kkunos | |Beta Code=e)/kkunos | ||
|Definition=ον<b class="b3">, (κύων)</b> of a hound, <span class="sense" | |Definition=ον<b class="b3">, (κύων)</b> of a hound, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[questing about]], <span class="bibl">X.<span class="title">Cyn.</span>7.10</span>, <span class="bibl">Poll.5.65</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b3">ἔκκυνοι· νόσημά τι κυνῶν</b>, Hsch.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 22:40, 12 December 2020
English (LSJ)
ον, (κύων) of a hound, A questing about, X.Cyn.7.10, Poll.5.65. II ἔκκυνοι· νόσημά τι κυνῶν, Hsch.
German (Pape)
[Seite 765] der Spürhund, der nicht eine Spur verfolgt, sondern reviert, Xen. Cyn. 7, 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκκῠνος: -ον, (κύων) ἐπὶ θηρευτικοῦ κυνὸς μὴ ἀκολουθοῦντος εἰς ὡρισμένα ἴχνη, ἀλλ’ ἐρευνῶντος ἄνω κάτω καὶ πανταχοῦ, Ξεν. Κυν. 7. 11, Πολυδ. Ε΄, 65.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui perd ou ne poursuit pas la piste.
Étymologie: ἐκ, κύων.
Spanish (DGE)
-ον
de perros que abandona el rastro, que se separa de la jauría X.Cyn.7.10, Poll.5.65; interpr. como νόσημά τι κυνῶν prob. por entenderlo como pérdida del olfato, Hsch.
Greek Monolingual
ἔκκυνος, -ον (Α)
(για σκυλιά) αυτός που περιπλανιέται μακριά από τα ίχνη.
Greek Monotonic
ἔκκῠνος: -ον (κύων), λέγεται για κυνηγετικό σκύλο, αυτός που ψάχνει, που αναζητά, χωρίς να ακολουθεί ένα συγκεκριμένο ίχνος ή μια ιδιαίτερη οσμή, αυτός που χάνεται στην ιχνηλασία, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἔκκῠνος: сбивающийся со следа (κύνες Xen.).
Middle Liddell
ἔκ-κῠνος, ον κύων
of a hound, questing about, not keeping on one scent, Xen.