ἡρωίνη: Difference between revisions
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
mNo edit summary |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=iroini | |Transliteration C=iroini | ||
|Beta Code=h(rwi/nh | |Beta Code=h(rwi/nh | ||
|Definition=[ῑ], ἡ, fem. of [[ἥρως]], <span class="sense" | |Definition=[ῑ], ἡ, fem. of [[ἥρως]], <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[heroine]], <span class="bibl">Theoc. 13.20</span>, <span class="bibl">26.36</span>, <span class="bibl">Call.<span class="title">Del.</span>161</span>, <span class="bibl">D.P.1022</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Nec.</span>15</span>, <span class="bibl">D.C.48.50</span>: contr. [[ἡρῴνη]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>315</span>, <span class="title">IG</span>14.1389i55, 22.1358.8, al.; [[ἠροΐνα]] ib.12(2).228 (Mytil.). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> a [[deceased woman]] (cf. [[ἥρως]] 11), <span class="title">CIG</span>2259 (Samos), <span class="title">IG</span>3.889; of a deified Empress, <span class="bibl">Jul.<span class="title">Caes.</span>334b</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 23:10, 12 December 2020
English (LSJ)
[ῑ], ἡ, fem. of ἥρως, A heroine, Theoc. 13.20, 26.36, Call.Del.161, D.P.1022, Luc.Nec.15, D.C.48.50: contr. ἡρῴνη, Ar.Nu.315, IG14.1389i55, 22.1358.8, al.; ἠροΐνα ib.12(2).228 (Mytil.). II a deceased woman (cf. ἥρως 11), CIG2259 (Samos), IG3.889; of a deified Empress, Jul.Caes.334b.
Greek (Liddell-Scott)
ἡρωίνη: ῑ, ἡ, θηλ. τοῦ ἥρως, ἡρωΐς (ἡρώϊσσα), Θεόκρ. 13. 20., 26. 36, Καλλ. εἰς Δῆλ. 161, Διον. Π. 1022· συνῃρ. ἡρῴνη, Ἀριστοφ. Νεφ. 315, Ἀνθ. Π. παραρτ. 51. 55. 2) γυνὴ ἀποθανοῦσα, μακαρῖτις (πρβλ. ἥρως ΙΙ. 2), Συλλ. Ἐπιγρ. 2259.
Greek Monolingual
η (Α ἡρωΐνη και ἡρῴνη και ἠροΐνα)
νεοελλ.
(φαρμ.) παράγωγο της μορφίνης το οποίο προκαλεί εθισμό σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό
αρχ.
(θηλ. του ήρως) ηρωίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την αρχ. σημ. προήλθε από το ήρως, ενώ με τη νεοελλ. σημ. η λ. είναι απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. heroine < θ. hero- του γαλλ. ιατρικού όρου heroique «δραστικός, ισχυρός, τολμηρός» + -ine)].
Greek Monotonic
ἡρωίνη: [ῑ], ἡ, θηλ. του ἥρως, ηρωίδα, σε Θεόκρ.· συνηρ. ἡρῴνη, σε Αριστοφ.