ὁποτέρωσε: Difference between revisions
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
(CSV import) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=opoterose | |Transliteration C=opoterose | ||
|Beta Code=o(pote/rwse | |Beta Code=o(pote/rwse | ||
|Definition=Adv.<span class="sense" | |Definition=Adv.<span class="sense"> <span class="bld">A</span> <b class="b2">in which of two directions, to which of two places</b>, <span class="bibl">Th.1.63</span>,<span class="bibl">5.65</span> ; ἐπορεύετο ὁ. βουληθείη <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span>190a</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b3">οὐδ' ὁποτέρωσε</b> (or <b class="b3">οὐδοπ-</b>) [[in neither of two directions]], Dosith.<span class="bibl">p.410</span> K.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 07:50, 13 December 2020
English (LSJ)
Adv. A in which of two directions, to which of two places, Th.1.63,5.65 ; ἐπορεύετο ὁ. βουληθείη Pl.Smp.190a. 2 οὐδ' ὁποτέρωσε (or οὐδοπ-) in neither of two directions, Dosith.p.410 K.
German (Pape)
[Seite 363] nach welcher von beiden Seiten hin; ἠπόρησε μέν, ὁποτέρωσε διακινδυνεύσει χωρήσας, ἢ ἐπὶ τῆς Ὀλύνθου ἢ ἐς τὴν Ποτίδαιαν, Thuc. 1, 63; c. opt., Plat. Conv. 190 a.
Greek (Liddell-Scott)
ὁποτέρωσε: πρὸς ὁποῖον ἐκ τῶν δύο μερῶν, Θουκ. 1. 63., 5. 65. 2) καθ’ ὁποῖον ἐκ τῶν δύο τρόπων, ὁπ. βουληθείη Πλάτ. Συμπ. 190Α.
French (Bailly abrégé)
adv. relat.
vers lequel des deux endroits.
Étymologie: ὁπότερος, -σε.
Greek Monolingual
ὁποτέρωσε (Α)
επίρρ.
1. προς ποιο από τα δύο μέρη ή προς ποια από τις δύο διευθύνσεις
2. φρ. «οὐδ' ὁποτέρωσε» — σε κανένα από τα δύο μέρη ή σε καμία από τις δύο διευθύνσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁποτέρως + επιρρμ. κατάλ. -σε (πρβλ. μηδετέρω-σε)].
Greek Monotonic
ὁποτέρωσε: επίρρ.,
1. προς οποιαδήποτε από τις δύο πλευρές σε Θουκ.
2. με ποιον από τους δύο τρόπους, ὁποτέρωσε βουληθείη, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ὁποτέρωσε: adv. в каком направлении из обоих, в которую сторону Plat.: ἠπόρησε, ὁ. διακινδυνεύσῃ χωρήσας Thuc. (Аристей) заколебался, в каком из двух направлений пробиваться.
Middle Liddell
1. to whichever of two sides, Thuc.
2. in which of two ways, ὁπ. βουληθείη Plat.