ημισειαστής: Difference between revisions
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
(16) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἡμισειαστής]], ό (Μ) [[ | |mltxt=[[ἡμισειαστής]], ό (Μ) [[ημισειάζω]]<br />[[καλλιεργητής]] ξένου κτήματος αμειβόμενος με το μισό τών προϊόντων, ο [[μεσακός]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:33, 19 December 2020
Greek Monolingual
ἡμισειαστής, ό (Μ) ημισειάζω
καλλιεργητής ξένου κτήματος αμειβόμενος με το μισό τών προϊόντων, ο μεσακός.