μεσιακάρης: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
(Created page with "{{grml |mltxt=και μεσακάρης και μεσιακάρης, ο, θηλ., μεσιακάρισσα<br />κολήγος, συγκαλλιεργητής,...")
(No difference)

Revision as of 10:09, 20 December 2020

Greek Monolingual

και μεσακάρης και μεσιακάρης, ο, θηλ., μεσιακάρισσα
κολήγος, συγκαλλιεργητής, αγρότης ο οποίος καλλιεργεί ξένο αγρό παίρνοντας ως αμοιβή τα μισά προϊόντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισακός + κατάλ. -άρης (πρβλ. βαρκ-άρης). Ο τ. μεσιακάρης < μεσιακός].