μεσιακάρης: Difference between revisions
From LSJ
(Created page with "{{grml |mltxt=και μεσακάρης και μεσιακάρης, ο, θηλ., μεσιακάρισσα<br />κολήγος, συγκαλλιεργητής,...") |
(No difference)
|
(Created page with "{{grml |mltxt=και μεσακάρης και μεσιακάρης, ο, θηλ., μεσιακάρισσα<br />κολήγος, συγκαλλιεργητής,...") |
(No difference)
|
και μεσακάρης και μεσιακάρης, ο, θηλ., μεσιακάρισσα
κολήγος, συγκαλλιεργητής, αγρότης ο οποίος καλλιεργεί ξένο αγρό παίρνοντας ως αμοιβή τα μισά προϊόντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισακός + κατάλ. -άρης (πρβλ. βαρκ-άρης). Ο τ. μεσιακάρης < μεσιακός].