κολλέγας: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502
(Created page with "{{ls |lstext='''κολλήγας''': ὁ, Λατ. collega, συνάρχων, Εὐσέβ. ΙΙ. 888Α, Β. }} {{grml |mltxt=και κολλήγος και κολλέ...")
(No difference)

Revision as of 10:11, 20 December 2020

Greek (Liddell-Scott)

κολλήγας: ὁ, Λατ. collega, συνάρχων, Εὐσέβ. ΙΙ. 888Α, Β.

Greek Monolingual

και κολλήγος και κολλέγας, ο (Α κολλήγας)
βλ. κολήγας.