μεσιακάρισσα: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(Created page with "{{grml |mltxt=και μεσακάρης και μεσιακάρης, ο, θηλ., μεσιακάρισσα<br />κολήγος, συγκαλλιεργητής,...")
 
mNo edit summary
Line 2: Line 2:
|mltxt=και [[μεσακάρης]] και [[μεσιακάρης]], ο, θηλ., [[μεσιακάρισσα]]<br />[[κολήγος]], συγκαλλιεργητής, [[αγρότης]] ο [[οποίος]] καλλιεργεί [[ξένο]] αγρό παίρνοντας ως [[αμοιβή]] τα μισά προϊόντα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μισακός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άρης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βαρκ</i>-<i>άρης</i>). Ο τ. <i>μεσιακάρης</i> <span style="color: red;"><</span> [[μεσιακός]]].
|mltxt=και [[μεσακάρης]] και [[μεσιακάρης]], ο, θηλ., [[μεσιακάρισσα]]<br />[[κολήγος]], συγκαλλιεργητής, [[αγρότης]] ο [[οποίος]] καλλιεργεί [[ξένο]] αγρό παίρνοντας ως [[αμοιβή]] τα μισά προϊόντα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μισακός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άρης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βαρκ</i>-<i>άρης</i>). Ο τ. <i>μεσιακάρης</i> <span style="color: red;"><</span> [[μεσιακός]]].
}}
}}
==English==
[[sharecropper]], [[colonus partiarius]], [[partiarius colonus]], [[tenant farmer sharing produce]], [[sharing landholder]] A farmer who gave a fixed portion of the farm’s produce as payment (instead of money) to the landlord.
==Translations==
Ancient Greek: [[ἡμισειαστής]], [[ἡμισυμερίτης]]; Arabic: فلاّح بالمقاسمة; Bresciano: masér; Calabrese: gualànu, culonu, menzieri, parsunàli; Catalan: masover; Catalan: parcer; Dutch: [[deelpachter]], [[deelbouwer]]; Esperanto: duonfarmulo; Finnish: vuokraviljelijä; French: [[métayer]], [[métayère]], [[colon]], [[méger]]; Galician: parceiro, foreiro; Galician: parceiro, parcioneiro; German: [[Naturalpächter]], [[Halbpächter]], [[Teilpächter]]; Greek: [[κολήγας]], [[κολίγας]], [[κολλέγας]], [[κολλήγας]], [[κολλήγος]], [[μεσακάρης]], [[μεσακάρισσα]], [[μεσιακάρης]], [[μεσιακάρισσα]], [[μισακάρης]], [[μισακάρισσα]], [[μορτίτης]]; Hebrew: אריס; Italian: [[mezzadro]]; Ligurian: manente; Mirandolese: mśàdar; Mudnés: mzèder; Portuguese: parceiro rural; Romagnolo: mizèdri; Russian: [[испольщик]], [[издольщик]]; Sicilian: mitateri; Spanish: [[aparcero]]; Swedish: hälftenbrukare; Venetian: mesadro, massaro

Revision as of 10:29, 20 December 2020

Greek Monolingual

και μεσακάρης και μεσιακάρης, ο, θηλ., μεσιακάρισσα
κολήγος, συγκαλλιεργητής, αγρότης ο οποίος καλλιεργεί ξένο αγρό παίρνοντας ως αμοιβή τα μισά προϊόντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισακός + κατάλ. -άρης (πρβλ. βαρκ-άρης). Ο τ. μεσιακάρης < μεσιακός].

English

sharecropper, colonus partiarius, partiarius colonus, tenant farmer sharing produce, sharing landholder A farmer who gave a fixed portion of the farm’s produce as payment (instead of money) to the landlord.

Translations

Ancient Greek: ἡμισειαστής, ἡμισυμερίτης; Arabic: فلاّح بالمقاسمة; Bresciano: masér; Calabrese: gualànu, culonu, menzieri, parsunàli; Catalan: masover; Catalan: parcer; Dutch: deelpachter, deelbouwer; Esperanto: duonfarmulo; Finnish: vuokraviljelijä; French: métayer, métayère, colon, méger; Galician: parceiro, foreiro; Galician: parceiro, parcioneiro; German: Naturalpächter, Halbpächter, Teilpächter; Greek: κολήγας, κολίγας, κολλέγας, κολλήγας, κολλήγος, μεσακάρης, μεσακάρισσα, μεσιακάρης, μεσιακάρισσα, μισακάρης, μισακάρισσα, μορτίτης; Hebrew: אריס; Italian: mezzadro; Ligurian: manente; Mirandolese: mśàdar; Mudnés: mzèder; Portuguese: parceiro rural; Romagnolo: mizèdri; Russian: испольщик, издольщик; Sicilian: mitateri; Spanish: aparcero; Swedish: hälftenbrukare; Venetian: mesadro, massaro