οἰκοδομητός: Difference between revisions
From LSJ
Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
mNo edit summary |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οἰκοδομητός:''' -ή, -όν, [[κτιστός]], σε Στράβ. | |lsmtext='''οἰκοδομητός:''' -ή, -όν, [[κτιστός]], σε Στράβ. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:40, 24 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, A built, Str.3.3.7, 8.6.2.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκοδομητός: -ή, -όν, κτιστός, Στράβ. 155, 369.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
bâti, construit.
Étymologie: οἰκοδομέω.
Greek Monolingual
οἰκοδομητός, -ή, -όν (Α) οικοδομώ
οικοδομημένος, κτισμένος («τὰ σπήλαια καὶ οἱ ἐν αὐτοῑς οἰκοδομητοὶ λαβύρινθοι», Στράβ.).
Greek Monotonic
οἰκοδομητός: -ή, -όν, κτιστός, σε Στράβ.