δέημα: Difference between revisions
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " " to "") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=deima | |Transliteration C=deima | ||
|Beta Code=de/hma | |Beta Code=de/hma | ||
|Definition=ατος, τό, (δέομαι) <span class="sense"> | |Definition=ατος, τό, (δέομαι) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[entreaty]], δέημα δεῖσθαι <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>1059</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:15, 29 December 2020
English (LSJ)
ατος, τό, (δέομαι) A entreaty, δέημα δεῖσθαι Ar.Ach.1059.
German (Pape)
[Seite 534] τό, die Bitte, δέημα δεῖσθαι, eine Bitte thun, Ar. Ach. 1059.
Greek (Liddell-Scott)
δέημα: τό, (δέομαι) παράκλησις, δέημα δεῖσθαι Ἀριστοφ. Ἀχ.1059.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
prière.
Étymologie: δέομαι.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
ruego, súplica δ. δεῖσθαι dirigir una súplica, suplicar Ar.Ach.1059, cf. Sch.A.Eu.92-93, Tz. en An.Matr.591.
• Etimología: Nombre de acción de la r. de 2 δέω q.u.
Greek Monolingual
δέημα, το (AM)
παράκληση, ικεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέω, δέομαι «χρειάζομαι, ζητώ, παρακαλώ»].
Greek Monotonic
δέημα: -ατος, τό (δέομαι), ικεσία, παράκληση, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
δέημα: ατος τό Arph. = δέησις I.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δέημα -ατος, τό [δέω] verzoek.