Σκιράς: Difference between revisions
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
m (Text replacement - " " to "") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-[[άδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> η [[νήσος]] Σαλαμίνα<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] της Αθηνάς στη Σαλαμίνα και στο Φάληρο.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-[[άδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> η [[νήσος]] Σαλαμίνα<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] της Αθηνάς στη Σαλαμίνα και στο Φάληρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκίρον]] / [[Σκίρα]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>άς</i>, -[[άδος]] (<b>πρβλ.</b> [[Παλλάς]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 21:43, 29 December 2020
English (LSJ)
άδος, ἡ, old name of Salamis, Str.9.1.9. II title of Athena in Salamis, Hdt.8.94; in Phalerum, Str. l.c., Paus.1.1.4, 1.36.4; at Σκῖρον or Σκίρον, Poll.9.96.
German (Pape)
[Seite 899] άδος, ἡ, Beiname der Athene. S. nom. propr.
Greek (Liddell-Scott)
Σκῐράς: -άδος, ἡ, ὄνομα τῆς Ἀθηνᾶς (ἴδε σκίρον), Στράβ. 393, Παυσ. 1. 1, 4., 1. 36, 4.
Greek Monolingual
-άδος, ἡ, Α
1. η νήσος Σαλαμίνα
2. προσωνυμία της Αθηνάς στη Σαλαμίνα και στο Φάληρο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < σκίρον / Σκίρα + επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. Παλλάς)].
Greek Monotonic
Σκῐράς: -άδος, ἡ, προσωνύμιο της θεάς Αθηνάς (βλ. σκίρον), σε Στράβ.