Τεγεάτης: Difference between revisions
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
(1b) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, ΝΑ, θηλ. Τεγεάτισσα Ν, θηλ. Τεγεᾱτις, -άτιδος, Α [[Τεγέα]]<br />ο [[κάτοικος]] της Τεγέας ή αυτός που κατάγεται από την [[Τεγέα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ἡ Τεγεᾱτις</i><br />(ενν. [[χώρα]]) η [[χώρα]] τών Τεγεατών.<br /><b>(II)</b><br />ὁ, θηλ. Τεγεᾱτις, -άτιδος, Α<br />(σε [[λογοπαίγνιο]]) αυτός που προέρχεται από [[τέγος]], [[δηλαδή]] από [[πορνείο]] («Διογένης περὶ παιδὸς πεπορνευκότος ἐρωτηθεὶς [[πόθεν]] εἴη; [[Τεγεάτης]], ἔφη», <b>Διογ. Κυν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=<b>(I)</b><br />ο, ΝΑ, θηλ. Τεγεάτισσα Ν, θηλ. Τεγεᾱτις, -άτιδος, Α [[Τεγέα]]<br />ο [[κάτοικος]] της Τεγέας ή αυτός που κατάγεται από την [[Τεγέα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ἡ Τεγεᾱτις</i><br />(ενν. [[χώρα]]) η [[χώρα]] τών Τεγεατών.<br /><b>(II)</b><br />ὁ, θηλ. Τεγεᾱτις, -άτιδος, Α<br />(σε [[λογοπαίγνιο]]) αυτός που προέρχεται από [[τέγος]], [[δηλαδή]] από [[πορνείο]] («Διογένης περὶ παιδὸς πεπορνευκότος ἐρωτηθεὶς [[πόθεν]] εἴη; [[Τεγεάτης]], ἔφη», <b>Διογ. Κυν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέγος]], -<i>εος</i> «[[πορνείο]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άτης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>έργ</i>-<i>άτης</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 21:45, 29 December 2020
Greek (Liddell-Scott)
Τεγεάτης: [ᾱ], Ἰων. -ήτης, ὁ, ὁ ἐκ Τεγέας, κάτοικος Τεγέας, Ἡρόδ. κλπ.· ἀκολούθως (ὡς παιδιὰ ἐν λόγοις), ὁ ἐκ πορνείου ἢ εἰς πορνεῖον ἀνήκων (ἴδε τέγος ΙΙΙ), παρὰ Διογ. Λ. 6. 61· θηλ. Τεγεᾶτις, ιδος, ἡ χώρα τῶν Τεγεατῶν, Θουκ. 5. 65. ― Ἐπίθετ., Τεγεᾱτικός, Ἰων. -ητικός, ή, όν, Ἡρόδ. 8. 124.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
habitant ou originaire de Tégée.
Étymologie: Τεγέα.
Greek Monolingual
(I)
ο, ΝΑ, θηλ. Τεγεάτισσα Ν, θηλ. Τεγεᾱτις, -άτιδος, Α Τεγέα
ο κάτοικος της Τεγέας ή αυτός που κατάγεται από την Τεγέα
αρχ.
(το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Τεγεᾱτις
(ενν. χώρα) η χώρα τών Τεγεατών.
(II)
ὁ, θηλ. Τεγεᾱτις, -άτιδος, Α
(σε λογοπαίγνιο) αυτός που προέρχεται από τέγος, δηλαδή από πορνείο («Διογένης περὶ παιδὸς πεπορνευκότος ἐρωτηθεὶς πόθεν εἴη; Τεγεάτης, ἔφη», Διογ. Κυν.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < τέγος, -εος «πορνείο» + κατάλ. -άτης (πρβλ. έργ-άτης)].
Russian (Dvoretsky)
Τεγεάτης: ион. Τεγεήτης, ου ὁ Τεγέα уроженец или житель города Тегеи Her., Thuc., Xen., по по друг. τέγος 4] ирон. уроженец дома разврата Diog. L.
Middle Liddell
of Tegea, Hdt., etc.