άγυιος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄγυιος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει [[μέλη]] ή ο [[ασθενικός]] [[κατά]] τα [[μέλη]] του σώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[γυῖον]] (= [[μέλος]])].
|mltxt=[[ἄγυιος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει [[μέλη]] ή ο [[ασθενικός]] [[κατά]] τα [[μέλη]] του σώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[γυῖον]] (= [[μέλος]])].
}}
}}

Latest revision as of 21:50, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἄγυιος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει μέλη ή ο ασθενικός κατά τα μέλη του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + γυῖον (= μέλος)].