άμπελος: Difference between revisions

From LSJ

Εὔχου δ' ἔχειν τι, κἂν ἔχῃς, ἕξεις φίλους → Opta aliquid habeas: qui habet, is et amicos habet → Zu haben wünsche Hast du, hast du Freunde auch

Menander, Monostichoi, 174
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἄμπελος]])<br />[[ονομασία]] [[φυτών]] της οικογένειας τών Αμπελιδιδών <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[κλήμα]] που παράγει σταφύλια, το [[αμπελόκλημα]]<br /><b>2.</b> [[συστάδα]] από κλήματα, [[αμπέλι]], [[αμπελώνας]]<br /><b>3.</b> γλυπτό ή ζωγραφικό [[κόσμημα]] στον ναό, που εικονίζει σταφυλοφόρο [[κλήμα]]<br /><b>4.</b> (στην εκκλησιαστική [[γλώσσα]]) το [[σύνολο]] τών χριστιανών<br /><b>αρχ.</b><br />επικρατεί η πρώτη [[σημασία]], μεταγενέστερα προστέθηκε η δεύτερη<br />φρ. «ἀμπέλου [[δρόσος]]» το [[κρασί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. για σημασιολογικούς λόγους ανήκει πιθ. σε μεσογειακό προελληνικό γλωσσικό [[υπόστρωμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αμπελουργός]], [[αμπελών]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀμπελικός]], [[ἀμπέλινος]], [[ἀμπέλιον]], [[ἀμπελίς]], <i>ἀμπελίτικος</i>, [[ἀμπελῖτις]], [[ἀμπελόεις]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αμπελιανός</i>, [[αμπελίτης]], <i>αμπελοειδή</i>, <i>αμπέλοψις</i>, [[αμπελώνας]]<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> Ως α' συνθ. <i>αμπελοφύλαξ</i>, [[αμπελόφυλλο]](<i>ν</i>), [[αμπελόφυτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀμπελάνθη]], [[ἀμπελογενής]], [[ἀμπελομιξία]], [[ἀμπελοτόμος]], [[ἀμπελοτρόφος]], [[ἀμπελοφάγος]], [[ἀμπελοφόρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀμπελεργάτης]], [[ἀμπελοκομία]], [[ἀμπελοκλαδής]], <i>ἀμπελότοπος</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αμπελόβιος]], [[αμπελογνωσία]], [[αμπελογνώστης]], [[αμπελογραφία]], <i>αμπελοδάφνη</i>, <i>αμπελοθεραπεία</i>, [[αμπελοκαλλιέργεια]], <i>αμπελόκισσος</i>, [[αμπελοκτηματίας]], [[αμπελοκτήμονας]], [[αμπελόμορφος]], [[αμπελοποιία]], <i>αμπελοσίκυος</i>, <i>αμπελοφθόρος</i>, [[αμπελοφυτεία]]. Ως β' συνθ. [[ευάμπελος]], [[κατάμπελος]], [[μισάμπελος]], [[ολιγάμπελος]], [[ορθάμπελος]], [[πολυάμπελος]], [[υπάμπελος]], [[φιλάμπελος]], [[χερσάμπελος]]].
|mltxt=η (Α [[ἄμπελος]])<br />[[ονομασία]] [[φυτών]] της οικογένειας τών Αμπελιδιδών <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[κλήμα]] που παράγει σταφύλια, το [[αμπελόκλημα]]<br /><b>2.</b> [[συστάδα]] από κλήματα, [[αμπέλι]], [[αμπελώνας]]<br /><b>3.</b> γλυπτό ή ζωγραφικό [[κόσμημα]] στον ναό, που εικονίζει σταφυλοφόρο [[κλήμα]]<br /><b>4.</b> (στην εκκλησιαστική [[γλώσσα]]) το [[σύνολο]] τών χριστιανών<br /><b>αρχ.</b><br />επικρατεί η πρώτη [[σημασία]], μεταγενέστερα προστέθηκε η δεύτερη<br />φρ. «ἀμπέλου [[δρόσος]]» το [[κρασί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η λ. για σημασιολογικούς λόγους ανήκει πιθ. σε μεσογειακό προελληνικό γλωσσικό [[υπόστρωμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αμπελουργός]], [[αμπελών]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀμπελικός]], [[ἀμπέλινος]], [[ἀμπέλιον]], [[ἀμπελίς]], <i>ἀμπελίτικος</i>, [[ἀμπελῖτις]], [[ἀμπελόεις]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αμπελιανός</i>, [[αμπελίτης]], <i>αμπελοειδή</i>, <i>αμπέλοψις</i>, [[αμπελώνας]]<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> Ως α' συνθ. <i>αμπελοφύλαξ</i>, [[αμπελόφυλλο]](<i>ν</i>), [[αμπελόφυτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀμπελάνθη]], [[ἀμπελογενής]], [[ἀμπελομιξία]], [[ἀμπελοτόμος]], [[ἀμπελοτρόφος]], [[ἀμπελοφάγος]], [[ἀμπελοφόρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀμπελεργάτης]], [[ἀμπελοκομία]], [[ἀμπελοκλαδής]], <i>ἀμπελότοπος</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αμπελόβιος]], [[αμπελογνωσία]], [[αμπελογνώστης]], [[αμπελογραφία]], <i>αμπελοδάφνη</i>, <i>αμπελοθεραπεία</i>, [[αμπελοκαλλιέργεια]], <i>αμπελόκισσος</i>, [[αμπελοκτηματίας]], [[αμπελοκτήμονας]], [[αμπελόμορφος]], [[αμπελοποιία]], <i>αμπελοσίκυος</i>, <i>αμπελοφθόρος</i>, [[αμπελοφυτεία]]. Ως β' συνθ. [[ευάμπελος]], [[κατάμπελος]], [[μισάμπελος]], [[ολιγάμπελος]], [[ορθάμπελος]], [[πολυάμπελος]], [[υπάμπελος]], [[φιλάμπελος]], [[χερσάμπελος]]].
}}
}}

Latest revision as of 21:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

η (Α ἄμπελος)
ονομασία φυτών της οικογένειας τών Αμπελιδιδών νεοελλ.
1. το κλήμα που παράγει σταφύλια, το αμπελόκλημα
2. συστάδα από κλήματα, αμπέλι, αμπελώνας
3. γλυπτό ή ζωγραφικό κόσμημα στον ναό, που εικονίζει σταφυλοφόρο κλήμα
4. (στην εκκλησιαστική γλώσσα) το σύνολο τών χριστιανών
αρχ.
επικρατεί η πρώτη σημασία, μεταγενέστερα προστέθηκε η δεύτερη
φρ. «ἀμπέλου δρόσος» το κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. για σημασιολογικούς λόγους ανήκει πιθ. σε μεσογειακό προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα.
ΠΑΡ. αμπελουργός, αμπελών
αρχ.
ἀμπελικός, ἀμπέλινος, ἀμπέλιον, ἀμπελίς, ἀμπελίτικος, ἀμπελῖτις, ἀμπελόεις
νεοελλ.
αμπελιανός, αμπελίτης, αμπελοειδή, αμπέλοψις, αμπελώνας
ΣΥΝΘ. Ως α' συνθ. αμπελοφύλαξ, αμπελόφυλλο(ν), αμπελόφυτος
αρχ.
ἀμπελάνθη, ἀμπελογενής, ἀμπελομιξία, ἀμπελοτόμος, ἀμπελοτρόφος, ἀμπελοφάγος, ἀμπελοφόρος
μσν.
ἀμπελεργάτης, ἀμπελοκομία, ἀμπελοκλαδής, ἀμπελότοπος
νεοελλ.
αμπελόβιος, αμπελογνωσία, αμπελογνώστης, αμπελογραφία, αμπελοδάφνη, αμπελοθεραπεία, αμπελοκαλλιέργεια, αμπελόκισσος, αμπελοκτηματίας, αμπελοκτήμονας, αμπελόμορφος, αμπελοποιία, αμπελοσίκυος, αμπελοφθόρος, αμπελοφυτεία. Ως β' συνθ. ευάμπελος, κατάμπελος, μισάμπελος, ολιγάμπελος, ορθάμπελος, πολυάμπελος, υπάμπελος, φιλάμπελος, χερσάμπελος].