άλλην: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄλλην]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) σε [[άλλο]] [[μέρος]], [[αλλού]]<br /><b>2.</b> (για χρόνο) [[πάλι]], [[ξανά]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἄλλην]] καὶ [[ἄλλην]]», α) (τοπικά) σε [[άλλο]] και σε [[άλλο]] [[μέρος]], εδώ κι [[εκεί]]<br />β) (χρονικά) [[πάλι]] και [[πάλι]], κατ’ [[επανάληψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αιτιατική θηλυκού της λέξης [[ἄλλος]] με επιρρηματική [[χρήση]]].
|mltxt=[[ἄλλην]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) σε [[άλλο]] [[μέρος]], [[αλλού]]<br /><b>2.</b> (για χρόνο) [[πάλι]], [[ξανά]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἄλλην]] καὶ [[ἄλλην]]», α) (τοπικά) σε [[άλλο]] και σε [[άλλο]] [[μέρος]], εδώ κι [[εκεί]]<br />β) (χρονικά) [[πάλι]] και [[πάλι]], κατ’ [[επανάληψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αιτιατική θηλυκού της λέξης [[ἄλλος]] με επιρρηματική [[χρήση]]].
}}
}}

Latest revision as of 21:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἄλλην επίρρ. (Α)
1. (για τόπο) σε άλλο μέρος, αλλού
2. (για χρόνο) πάλι, ξανά
3. φρ. «ἄλλην καὶ ἄλλην», α) (τοπικά) σε άλλο και σε άλλο μέρος, εδώ κι εκεί
β) (χρονικά) πάλι και πάλι, κατ’ επανάληψη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αιτιατική θηλυκού της λέξης ἄλλος με επιρρηματική χρήση].