άριστον: Difference between revisions
From LSJ
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
(6) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄριστον]], το (AM)<br />το μεσημβρινό [[φαγητό]] (σε μτγν. [[εποχή]], όταν το [[πρόγευμα]] το αποκαλούσαν «[[ἀκράτισμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />το πρωινό [[φαγητό]], το [[πρόγευμα]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἄριστον]], το (AM)<br />το μεσημβρινό [[φαγητό]] (σε μτγν. [[εποχή]], όταν το [[πρόγευμα]] το αποκαλούσαν «[[ἀκράτισμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />το πρωινό [[φαγητό]], το [[πρόγευμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> τ. <i>αιερι</i>-<i>δ</i>-<i>τον</i> <span style="color: red;"><</span> (τοπικό) <i>άρι</i> ([[συνηρημένος]] τ. του <i>αίερι</i>, <i>ήρι</i> «[[ενωρίς]]») <span style="color: red;">+</span> μηδενισμένη [[βαθμίδα]] (-<i>δ</i>) του θ. <i>εδ</i>-(του ρ. [[εσθίω]] «[[τρώγω]]») <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>το</i>-. Η λ. στον Όμηρο και στον Αισχύλο δηλώνει «το [[πρόγευμα]]», ενώ στην Ιωνική-Αττική σημαίνει «το μεσημεριανό [[φαγητό]]», το δε «πρωινό [[γεύμα]]» δηλώνεται με τον όρο [[ακράτισμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αριστίζω]], [[αριστώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αριστόδειπνον]], [[αριστοποιώ]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:00, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἄριστον, το (AM)
το μεσημβρινό φαγητό (σε μτγν. εποχή, όταν το πρόγευμα το αποκαλούσαν «ἀκράτισμα»)
αρχ.
το πρωινό φαγητό, το πρόγευμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < τ. αιερι-δ-τον < (τοπικό) άρι (συνηρημένος τ. του αίερι, ήρι «ενωρίς») + μηδενισμένη βαθμίδα (-δ) του θ. εδ-(του ρ. εσθίω «τρώγω») + (επίθημα) -το-. Η λ. στον Όμηρο και στον Αισχύλο δηλώνει «το πρόγευμα», ενώ στην Ιωνική-Αττική σημαίνει «το μεσημεριανό φαγητό», το δε «πρωινό γεύμα» δηλώνεται με τον όρο ακράτισμα.
ΠΑΡ. αρχ. αριστίζω, αριστώ.
ΣΥΝΘ. αρχ. αριστόδειπνον, αριστοποιώ].