έρανος: Difference between revisions

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
(14)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἔρανος]])<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[συγκέντρωση]] συνεισφορών σε [[είδος]] ή [[χρήμα]] για κοινωφελή ή φιλανθρωπικό σκοπό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμπόσιο]] με [[κοινή]] [[συνεισφορά]] τών συνδαιτημόνων<br /><b>2.</b> [[δείπνο]], [[συμπόσιο]], [[γιορτή]]<br /><b>3.</b> [[ποσό]] για [[υποστήριξη]] κάποιου, φιλικό [[δάνειο]]<br /><b>4.</b> άτοκο [[δάνειο]] που παίρνει [[κάποιος]] από [[συνεισφορά]] και εξοφλεί σε δόσεις<br /><b>5.</b> <b>πληθ.</b> <i>οἱ ἔρανοι</i><br />χρέη από έρανο («ἐράνους τε λέλοιπε πλείστους», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>6.</b> [[βοήθεια]] («τοὐράνου γάρ μοι μέτεστι<br />καὶ γὰρ ἄνδρας [[εἰσφέρω]]» — [[μετέχω]] κι εγώ στον έρανο<br />[[φέρνω]] άντρες, <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>7.</b> [[εύνοια]], [[προσφορά]], [[υπηρεσία]] («κάλλιστον δὲ ἔρανον αὐτῇ προϊέμενοι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>8.</b> [[θρησκευτικός]] ή [[κοινωνικός]] [[σύλλογος]] τα [[μέλη]] του οποίου συνεισέφεραν [[κάθε]] [[μήνα]] χρήματα για κοινές συνεστιάσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] αβέβαιης ετυμολογίας<br />προέρχεται δε πιθ. από τ. <i>Fέρανος</i>, συσχετιζόμενη και [[προς]] τους τ. [[έροτις]] και [[εορτή]]].
|mltxt=ο (AM [[ἔρανος]])<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[συγκέντρωση]] συνεισφορών σε [[είδος]] ή [[χρήμα]] για κοινωφελή ή φιλανθρωπικό σκοπό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμπόσιο]] με [[κοινή]] [[συνεισφορά]] τών συνδαιτημόνων<br /><b>2.</b> [[δείπνο]], [[συμπόσιο]], [[γιορτή]]<br /><b>3.</b> [[ποσό]] για [[υποστήριξη]] κάποιου, φιλικό [[δάνειο]]<br /><b>4.</b> άτοκο [[δάνειο]] που παίρνει [[κάποιος]] από [[συνεισφορά]] και εξοφλεί σε δόσεις<br /><b>5.</b> <b>πληθ.</b> <i>οἱ ἔρανοι</i><br />χρέη από έρανο («ἐράνους τε λέλοιπε πλείστους», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>6.</b> [[βοήθεια]] («τοὐράνου γάρ μοι μέτεστι<br />καὶ γὰρ ἄνδρας [[εἰσφέρω]]» — [[μετέχω]] κι εγώ στον έρανο<br />[[φέρνω]] άντρες, <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>7.</b> [[εύνοια]], [[προσφορά]], [[υπηρεσία]] («κάλλιστον δὲ ἔρανον αὐτῇ προϊέμενοι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>8.</b> [[θρησκευτικός]] ή [[κοινωνικός]] [[σύλλογος]] τα [[μέλη]] του οποίου συνεισέφεραν [[κάθε]] [[μήνα]] χρήματα για κοινές συνεστιάσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η λ. [[είναι]] αβέβαιης ετυμολογίας<br />προέρχεται δε πιθ. από τ. <i>Fέρανος</i>, συσχετιζόμενη και [[προς]] τους τ. [[έροτις]] και [[εορτή]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:00, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο (AM ἔρανος)
μσν.- νεοελλ.
συγκέντρωση συνεισφορών σε είδος ή χρήμα για κοινωφελή ή φιλανθρωπικό σκοπό
αρχ.
1. συμπόσιο με κοινή συνεισφορά τών συνδαιτημόνων
2. δείπνο, συμπόσιο, γιορτή
3. ποσό για υποστήριξη κάποιου, φιλικό δάνειο
4. άτοκο δάνειο που παίρνει κάποιος από συνεισφορά και εξοφλεί σε δόσεις
5. πληθ. οἱ ἔρανοι
χρέη από έρανο («ἐράνους τε λέλοιπε πλείστους», Δημοσθ.)
6. βοήθεια («τοὐράνου γάρ μοι μέτεστι
καὶ γὰρ ἄνδρας εἰσφέρω» — μετέχω κι εγώ στον έρανο
φέρνω άντρες, Αριστοφ.)
7. εύνοια, προσφορά, υπηρεσία («κάλλιστον δὲ ἔρανον αὐτῇ προϊέμενοι», Θουκ.)
8. θρησκευτικός ή κοινωνικός σύλλογος τα μέλη του οποίου συνεισέφεραν κάθε μήνα χρήματα για κοινές συνεστιάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. είναι αβέβαιης ετυμολογίας
προέρχεται δε πιθ. από τ. Fέρανος, συσχετιζόμενη και προς τους τ. έροτις και εορτή].