αγιομνήσι: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Μ [[ἁγιομνήσιον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> θρησκευτικό [[πανηγύρι]] που τελείται [[συνήθως]] στα ξωκλήσια<br /><b>2.</b> το ξωκλήσι, όπου τελείται θρησκευτικό [[πανηγύρι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[άγια]], [[ιερή]] [[μνήμη]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=το (Μ [[ἁγιομνήσιον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> θρησκευτικό [[πανηγύρι]] που τελείται [[συνήθως]] στα ξωκλήσια<br /><b>2.</b> το ξωκλήσι, όπου τελείται θρησκευτικό [[πανηγύρι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[άγια]], [[ιερή]] [[μνήμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> μσν. [[ἁγιομνήσιον]] <span style="color: red;"><</span> [[ἅγιος]] <span style="color: red;">+</span> <i>μιμνήσκομαι</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:15, 29 December 2020
Greek Monolingual
το (Μ ἁγιομνήσιον)
νεοελλ.
1. θρησκευτικό πανηγύρι που τελείται συνήθως στα ξωκλήσια
2. το ξωκλήσι, όπου τελείται θρησκευτικό πανηγύρι
μσν.
άγια, ιερή μνήμη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μσν. ἁγιομνήσιον < ἅγιος + μιμνήσκομαι].