αγαθόπιστος: Difference between revisions

From LSJ

εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που καλοπροαίρετα ή αβασάνιστα πιστεύει τα [[λόγια]] τών άλλων, [[εύπιστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀγαθὸς</i> <span style="color: red;">+</span> [[πιστός]] <span style="color: red;"><</span> [[πείθω]].
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που καλοπροαίρετα ή αβασάνιστα πιστεύει τα [[λόγια]] τών άλλων, [[εύπιστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀγαθὸς</i> <span style="color: red;">+</span> [[πιστός]] <span style="color: red;"><</span> [[πείθω]].
}}
}}

Latest revision as of 22:15, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που καλοπροαίρετα ή αβασάνιστα πιστεύει τα λόγια τών άλλων, εύπιστος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγαθὸς + πιστός < πείθω.