αειγενέτης: Difference between revisions
From LSJ
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀειγενέτης]], ο (Α)<br />(μόνο στον επικό τύπο [[αἰειγενέτης]], ως [[επίθετο]] θεών) [[αιώνιος]], [[αθάνατος]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἀειγενέτης]], ο (Α)<br />(μόνο στον επικό τύπο [[αἰειγενέτης]], ως [[επίθετο]] θεών) [[αιώνιος]], [[αθάνατος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀεὶ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>γενετής</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:30, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἀειγενέτης, ο (Α)
(μόνο στον επικό τύπο αἰειγενέτης, ως επίθετο θεών) αιώνιος, αθάνατος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀεὶ + γενετής].