αδροσύντυχος: Difference between revisions

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br />(στην Κύπρο) αυτός που μιλά μεγαλόφωνα ή οργισμένα, αυστηρά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αδροσυντυχαίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αδροσυντυχιά]]].
|mltxt=-η, -ο<br />(στην Κύπρο) αυτός που μιλά μεγαλόφωνα ή οργισμένα, αυστηρά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αδροσυντυχαίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αδροσυντυχιά]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:35, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο
(στην Κύπρο) αυτός που μιλά μεγαλόφωνα ή οργισμένα, αυστηρά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδροσυντυχαίνω.
ΠΑΡ. αδροσυντυχιά].