αιωρώ: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
m (Text replacement - ">" to ">")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-έω) (Α αἰωρῶ) (Ν [[συνήθως]] στη [[μέση]] [[φωνή]])<br />Ι. <b>ενεργ.</b> [[υψώνω]] και [[κρατώ]] στον αέρα, [[κρατώ]] ή [[κινώ]] [[κάτι]] [[μετέωρο]], [[μετεωρίζω]]<br />ΙΙ. <b>μέσ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[μετέωρος]], [[κρέμομαι]] στον αέρα, ταλαντεύομαι<br /><b>2.</b> [[πετώ]], περιφέρομαι, [[κυκλοφορώ]], πλανιέμαι<br /><b>3.</b> (για τα πτηνά) μετεωρίζομαι, [[ακινητώ]] στον αέρα, «ζυγίζομαι»<br /><b>νεοελλ.</b><br />«[[κάνω]] [[κούνια]]», «κουνιέμαι»<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. <b>ενεργ.</b> 1, [[ταλαντεύω]], [[κουνώ]], [[σείω]] σαν σε [[αιώρα]]<br /><b>2.</b> [[κρεμώ]], [[εξαρτώ]]<br /><b>3.</b> [[αναπτερώνω]] το ηθικό κάποιου<br />ΙΙ. <b>μέσ.</b><br /><b>1.</b> δονούμαι, πάλλομαι στον αέρα<br /><b>2.</b> εξαρτώμαι, [[κρέμομαι]]<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[μετέωρος]], [[αμφιταλαντεύομαι]], βρίσκομαι σε [[αβεβαιότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Fαι</i>-<i>Fωρ</i>-<i>έω</i>, με εκτεταμένη [[βαθμίδα]] <i>Fωρ</i>- του θέματος <i>Fερ</i>- (<i>α</i>-<i>Fερ</i>-<i>jω</i> > [[ἀείρω]], <b>βλ. λ.</b>) και τον λεγόμενο «εκφραστικό αναδιπλασιασμό» (<i>Fαι</i>-).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αιώρα]], [[αιώρημα]], [[αιώρηση]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>συναιωροῦμαι</i>, <i>υπεραιωρῶ</i>].
|mltxt=(-έω) (Α αἰωρῶ) (Ν [[συνήθως]] στη [[μέση]] [[φωνή]])<br />Ι. <b>ενεργ.</b> [[υψώνω]] και [[κρατώ]] στον αέρα, [[κρατώ]] ή [[κινώ]] [[κάτι]] [[μετέωρο]], [[μετεωρίζω]]<br />ΙΙ. <b>μέσ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[μετέωρος]], [[κρέμομαι]] στον αέρα, ταλαντεύομαι<br /><b>2.</b> [[πετώ]], περιφέρομαι, [[κυκλοφορώ]], πλανιέμαι<br /><b>3.</b> (για τα πτηνά) μετεωρίζομαι, [[ακινητώ]] στον αέρα, «ζυγίζομαι»<br /><b>νεοελλ.</b><br />«[[κάνω]] [[κούνια]]», «κουνιέμαι»<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. <b>ενεργ.</b> 1, [[ταλαντεύω]], [[κουνώ]], [[σείω]] σαν σε [[αιώρα]]<br /><b>2.</b> [[κρεμώ]], [[εξαρτώ]]<br /><b>3.</b> [[αναπτερώνω]] το ηθικό κάποιου<br />ΙΙ. <b>μέσ.</b><br /><b>1.</b> δονούμαι, πάλλομαι στον αέρα<br /><b>2.</b> εξαρτώμαι, [[κρέμομαι]]<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[μετέωρος]], [[αμφιταλαντεύομαι]], βρίσκομαι σε [[αβεβαιότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Fαι</i>-<i>Fωρ</i>-<i>έω</i>, με εκτεταμένη [[βαθμίδα]] <i>Fωρ</i>- του θέματος <i>Fερ</i>- (<i>α</i>-<i>Fερ</i>-<i>jω</i> > [[ἀείρω]], <b>βλ. λ.</b>) και τον λεγόμενο «εκφραστικό αναδιπλασιασμό» (<i>Fαι</i>-).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αιώρα]], [[αιώρημα]], [[αιώρηση]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>συναιωροῦμαι</i>, <i>υπεραιωρῶ</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:45, 29 December 2020

Greek Monolingual

(-έω) (Α αἰωρῶ) (Ν συνήθως στη μέση φωνή)
Ι. ενεργ. υψώνω και κρατώ στον αέρα, κρατώ ή κινώ κάτι μετέωρο, μετεωρίζω
ΙΙ. μέσ.
1. είμαι μετέωρος, κρέμομαι στον αέρα, ταλαντεύομαι
2. πετώ, περιφέρομαι, κυκλοφορώ, πλανιέμαι
3. (για τα πτηνά) μετεωρίζομαι, ακινητώ στον αέρα, «ζυγίζομαι»
νεοελλ.
«κάνω κούνια», «κουνιέμαι»
αρχ.
Ι. ενεργ. 1, ταλαντεύω, κουνώ, σείω σαν σε αιώρα
2. κρεμώ, εξαρτώ
3. αναπτερώνω το ηθικό κάποιου
ΙΙ. μέσ.
1. δονούμαι, πάλλομαι στον αέρα
2. εξαρτώμαι, κρέμομαι
3. είμαι μετέωρος, αμφιταλαντεύομαι, βρίσκομαι σε αβεβαιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Fαι-Fωρ-έω, με εκτεταμένη βαθμίδα Fωρ- του θέματος Fερ- (α-Fερ- > ἀείρω, βλ. λ.) και τον λεγόμενο «εκφραστικό αναδιπλασιασμό» (Fαι-).
ΠΑΡ. αιώρα, αιώρημα, αιώρηση.
ΣΥΝΘ. αρχ. συναιωροῦμαι, υπεραιωρῶ].