ακροσαπής: Difference between revisions

From LSJ

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκροσαπής]], -ὲς (Α)<br />αυτός που αρχίζει να σαπίζει, ο [[ελαφρά]] αλλοιωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -<i>σαπὴς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἐσάπην</i>. [[σήπομαι]]].
|mltxt=[[ἀκροσαπής]], -ὲς (Α)<br />αυτός που αρχίζει να σαπίζει, ο [[ελαφρά]] αλλοιωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -<i>σαπὴς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἐσάπην</i>. [[σήπομαι]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:51, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀκροσαπής, -ὲς (Α)
αυτός που αρχίζει να σαπίζει, ο ελαφρά αλλοιωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (ΙΙ) + -σαπὴς < ἐσάπην. σήπομαι].