ακροτελής: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκροτελής]], -ὲς (Α)<br />αυτός που έχει αιχμηρή [[απόληξη]], ο [[μυτερός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>τελὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[τέλος]].
|mltxt=[[ἀκροτελής]], -ὲς (Α)<br />αυτός που έχει αιχμηρή [[απόληξη]], ο [[μυτερός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>τελὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[τέλος]].
}}
}}

Latest revision as of 23:00, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀκροτελής, -ὲς (Α)
αυτός που έχει αιχμηρή απόληξη, ο μυτερός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + -τελὴς < τέλος.