ακρόκομος: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀκρόκομος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (ως επίθ. τών Θρακών) αυτός που έχει μαλλιά μόνο στην [[κορυφή]] της κεφαλής<br /><b>2.</b> (για ζώα) αυτός που έχει [[τρίχες]] στο [[πιγούνι]]<br /><b>3.</b> (για δέντρα και [[κυρίως]] για τον φοίνικα) αυτός που έχει πυκνό [[φύλλωμα]] στην [[κορυφή]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἀκρόκομοι κυπάρισσοι» — κωνικά κυπαρίσσια.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἀκρόκομος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (ως επίθ. τών Θρακών) αυτός που έχει μαλλιά μόνο στην [[κορυφή]] της κεφαλής<br /><b>2.</b> (για ζώα) αυτός που έχει [[τρίχες]] στο [[πιγούνι]]<br /><b>3.</b> (για δέντρα και [[κυρίως]] για τον φοίνικα) αυτός που έχει πυκνό [[φύλλωμα]] στην [[κορυφή]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἀκρόκομοι κυπάρισσοι» — κωνικά κυπαρίσσια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>κομος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κόμη]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:00, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἀκρόκομος, -ον (Α)
1. (ως επίθ. τών Θρακών) αυτός που έχει μαλλιά μόνο στην κορυφή της κεφαλής
2. (για ζώα) αυτός που έχει τρίχες στο πιγούνι
3. (για δέντρα και κυρίως για τον φοίνικα) αυτός που έχει πυκνό φύλλωμα στην κορυφή
4. φρ. «ἀκρόκομοι κυπάρισσοι» — κωνικά κυπαρίσσια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + -κομος < κόμη.