ακρόκομος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκρόκομος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (ως επίθ. τών Θρακών) αυτός που έχει μαλλιά μόνο στην [[κορυφή]] της κεφαλής<br /><b>2.</b> (για ζώα) αυτός που έχει [[τρίχες]] στο [[πιγούνι]]<br /><b>3.</b> (για δέντρα και [[κυρίως]] για τον φοίνικα) αυτός που έχει πυκνό [[φύλλωμα]] στην [[κορυφή]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἀκρόκομοι κυπάρισσοι» — κωνικά κυπαρίσσια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>κομος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κόμη]].
|mltxt=[[ἀκρόκομος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (ως επίθ. τών Θρακών) αυτός που έχει μαλλιά μόνο στην [[κορυφή]] της κεφαλής<br /><b>2.</b> (για ζώα) αυτός που έχει [[τρίχες]] στο [[πιγούνι]]<br /><b>3.</b> (για δέντρα και [[κυρίως]] για τον φοίνικα) αυτός που έχει πυκνό [[φύλλωμα]] στην [[κορυφή]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἀκρόκομοι κυπάρισσοι» — κωνικά κυπαρίσσια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>κομος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κόμη]].
}}
}}

Latest revision as of 23:00, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀκρόκομος, -ον (Α)
1. (ως επίθ. τών Θρακών) αυτός που έχει μαλλιά μόνο στην κορυφή της κεφαλής
2. (για ζώα) αυτός που έχει τρίχες στο πιγούνι
3. (για δέντρα και κυρίως για τον φοίνικα) αυτός που έχει πυκνό φύλλωμα στην κορυφή
4. φρ. «ἀκρόκομοι κυπάρισσοι» — κωνικά κυπαρίσσια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + -κομος < κόμη.