αλεπουδιά: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[πανουργία]], πονηριά, [[δολιότητα]]<br /><b>2.</b> [[πράξη]] που γίνεται με [[πανουργία]], [[κατεργαριά]], [[ζαβολιά]]<br /><b>3.</b> [[τόπος]] όπου συχνάζουν αλεπούδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αλεπού]] (θ. του πληθ. <i>αλεπούδες</i>)].
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[πανουργία]], πονηριά, [[δολιότητα]]<br /><b>2.</b> [[πράξη]] που γίνεται με [[πανουργία]], [[κατεργαριά]], [[ζαβολιά]]<br /><b>3.</b> [[τόπος]] όπου συχνάζουν αλεπούδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αλεπού]] (θ. του πληθ. <i>αλεπούδες</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 23:10, 29 December 2020

Greek Monolingual

η
1. πανουργία, πονηριά, δολιότητα
2. πράξη που γίνεται με πανουργία, κατεργαριά, ζαβολιά
3. τόπος όπου συχνάζουν αλεπούδες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλεπού (θ. του πληθ. αλεπούδες)].