αλλαγή: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀλλαγή]])<br /><b>1.</b> [[μεταβολή]], [[μετατροπή]], [[διαφοροποίηση]], [[αλλοίωση]], [[μεταμόρφωση]] (ενός πράγματος, μιας καταστάσεως ή μιας ενέργειας)<br /><b>2.</b> [[ανταλλαγή]], [[δοσοληψία]], [[συναλλαγή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αντικατάσταση]] ενός πράγματος με [[άλλο]], [[μεταλλαγή]]<br /><b>2.</b> [[άλλαγμα]], ο [[καθαρισμός]] και η εκ νέου [[επίδεση]] μιας πληγής<br /><b>3.</b> [[ενδυμασία]], [[φορεσιά]], [[αλλαξιά]]<br /><b>4.</b> η ιερατική [[ενδυμασία]] και ειδικά το [[φαιλόνιο]] του ιερέα<br /><b>5.</b> (ως επιφών.) [[αλλαγή]]! [[πρόσταγμα]] για τη [[μεταβολή]] του βηματισμού, σε στρατιωτικό [[κυρίως]] [[τμήμα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αντικατάσταση]] τών αλόγων του δημόσιου ταχυδρομείου και ο [[τόπος]] της αλλαγής, ο [[σταθμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἀλλαγ</i>- παθ. αορ. β' (<i>ἠλλάγην</i>) του ρήματος [[ἀλλάσσω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> [[ἀλλάγιον]].
|mltxt=η (Α [[ἀλλαγή]])<br /><b>1.</b> [[μεταβολή]], [[μετατροπή]], [[διαφοροποίηση]], [[αλλοίωση]], [[μεταμόρφωση]] (ενός πράγματος, μιας καταστάσεως ή μιας ενέργειας)<br /><b>2.</b> [[ανταλλαγή]], [[δοσοληψία]], [[συναλλαγή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αντικατάσταση]] ενός πράγματος με [[άλλο]], [[μεταλλαγή]]<br /><b>2.</b> [[άλλαγμα]], ο [[καθαρισμός]] και η εκ νέου [[επίδεση]] μιας πληγής<br /><b>3.</b> [[ενδυμασία]], [[φορεσιά]], [[αλλαξιά]]<br /><b>4.</b> η ιερατική [[ενδυμασία]] και ειδικά το [[φαιλόνιο]] του ιερέα<br /><b>5.</b> (ως επιφών.) [[αλλαγή]]! [[πρόσταγμα]] για τη [[μεταβολή]] του βηματισμού, σε στρατιωτικό [[κυρίως]] [[τμήμα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αντικατάσταση]] τών αλόγων του δημόσιου ταχυδρομείου και ο [[τόπος]] της αλλαγής, ο [[σταθμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἀλλαγ</i>- παθ. αορ. β' (<i>ἠλλάγην</i>) του ρήματος [[ἀλλάσσω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> [[ἀλλάγιον]].
}}
}}

Latest revision as of 23:10, 29 December 2020

Greek Monolingual

η (Α ἀλλαγή)
1. μεταβολή, μετατροπή, διαφοροποίηση, αλλοίωση, μεταμόρφωση (ενός πράγματος, μιας καταστάσεως ή μιας ενέργειας)
2. ανταλλαγή, δοσοληψία, συναλλαγή
νεοελλ.
1. αντικατάσταση ενός πράγματος με άλλο, μεταλλαγή
2. άλλαγμα, ο καθαρισμός και η εκ νέου επίδεση μιας πληγής
3. ενδυμασία, φορεσιά, αλλαξιά
4. η ιερατική ενδυμασία και ειδικά το φαιλόνιο του ιερέα
5. (ως επιφών.) αλλαγή! πρόσταγμα για τη μεταβολή του βηματισμού, σε στρατιωτικό κυρίως τμήμα
μσν.
αντικατάσταση τών αλόγων του δημόσιου ταχυδρομείου και ο τόπος της αλλαγής, ο σταθμός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < θ. ἀλλαγ- παθ. αορ. β' (ἠλλάγην) του ρήματος ἀλλάσσω.
ΠΑΡ. μσν. ἀλλάγιον.