αλληλοσκοτώνομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ' ἔβη → light come, light go | easy come, easy go

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>1.</b> [[χτυπιέμαι]] θανάσιμα από κάποιον και ταυτόχρονα τον [[χτυπώ]] και εγώ, αλληλοφονεύομαι<br /><b>2.</b> (για ομάδες) [[έρχομαι]] σε ένοπλη [[ρήξη]]<br /><b>3.</b> (για άτομα) συμπλέκομαι με άλλον ή άλλους, τσακώνομαι, [[μαλώνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αλληλο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σκοτώνω]] (-<i>ομαι</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλληλοσκοτωμός]]].
|mltxt=<b>1.</b> [[χτυπιέμαι]] θανάσιμα από κάποιον και ταυτόχρονα τον [[χτυπώ]] και εγώ, αλληλοφονεύομαι<br /><b>2.</b> (για ομάδες) [[έρχομαι]] σε ένοπλη [[ρήξη]]<br /><b>3.</b> (για άτομα) συμπλέκομαι με άλλον ή άλλους, τσακώνομαι, [[μαλώνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αλληλο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σκοτώνω]] (-<i>ομαι</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλληλοσκοτωμός]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:13, 29 December 2020

Greek Monolingual

1. χτυπιέμαι θανάσιμα από κάποιον και ταυτόχρονα τον χτυπώ και εγώ, αλληλοφονεύομαι
2. (για ομάδες) έρχομαι σε ένοπλη ρήξη
3. (για άτομα) συμπλέκομαι με άλλον ή άλλους, τσακώνομαι, μαλώνω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλληλο- + σκοτώνω (-ομαι).
ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλοσκοτωμός].