αλιτενής: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι λύπης ἄλγημα μεῖζονthere is no greater pain than grief

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἁλιτενής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εκτείνεται στη [[θάλασσα]] ή [[κοντά]] στη [[θάλασσα]]<br /><b>2.</b> (για χώρες ή εδάφη) [[επίπεδος]], [[πεδινός]]<br /><b>3.</b> (για πλοία) αυτός που δεν έχει [[τρόπιδα]] ([[καρένα]])<br /><b>4.</b> (για τη [[θάλασσα]]) [[ανάβαθος]], [[ρηχός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁλι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>τενής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>τένος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τείνω]])].
|mltxt=[[ἁλιτενής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εκτείνεται στη [[θάλασσα]] ή [[κοντά]] στη [[θάλασσα]]<br /><b>2.</b> (για χώρες ή εδάφη) [[επίπεδος]], [[πεδινός]]<br /><b>3.</b> (για πλοία) αυτός που δεν έχει [[τρόπιδα]] ([[καρένα]])<br /><b>4.</b> (για τη [[θάλασσα]]) [[ανάβαθος]], [[ρηχός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁλι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>τενής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>τένος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τείνω]])].
}}
}}

Latest revision as of 23:13, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἁλιτενής, -ές (Α)
1. αυτός που εκτείνεται στη θάλασσα ή κοντά στη θάλασσα
2. (για χώρες ή εδάφη) επίπεδος, πεδινός
3. (για πλοία) αυτός που δεν έχει τρόπιδα (καρένα)
4. (για τη θάλασσα) ανάβαθος, ρηχός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁλι- (< ἅλς) + -τενής < τένος (< τείνω)].