αμερικανιστής: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> αυτός που μελετά [[οτιδήποτε]] αφορά στην Αμερική, που ασχολείται δηλ. με μελέτες εθνογραφίας, γλωσσολογίας και θρησκειολογίας της αμερικανικής ηπείρου<br /><b>2.</b> [[οπαδός]] του θρησκευτικού αμερικανισμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Αμερικανός]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>ισμός</i>].
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> αυτός που μελετά [[οτιδήποτε]] αφορά στην Αμερική, που ασχολείται δηλ. με μελέτες εθνογραφίας, γλωσσολογίας και θρησκειολογίας της αμερικανικής ηπείρου<br /><b>2.</b> [[οπαδός]] του θρησκευτικού αμερικανισμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Αμερικανός]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>ισμός</i>].
}}
}}

Latest revision as of 23:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που μελετά οτιδήποτε αφορά στην Αμερική, που ασχολείται δηλ. με μελέτες εθνογραφίας, γλωσσολογίας και θρησκειολογίας της αμερικανικής ηπείρου
2. οπαδός του θρησκευτικού αμερικανισμού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Αμερικανός + παραγ. κατάλ. -ισμός].