αμφίβροτος: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμφίβροτος]], -ον και -ος, -η, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που καλύπτει, που περιβάλλει [[ολόκληρο]] τον άνθρωπο (στον Όμ. [[πάντα]] για την [[ασπίδα]])<br /><b>2.</b> (φρ. στη Φιλοσ.) «[[ἀμφίβροτος]] [[ἀσπίς]]», το [[σώμα]] που περιβάλλει, που κλείνει [[μέσα]] του την [[ψυχή]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἀμφίβροτος]], -ον και -ος, -η, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που καλύπτει, που περιβάλλει [[ολόκληρο]] τον άνθρωπο (στον Όμ. [[πάντα]] για την [[ασπίδα]])<br /><b>2.</b> (φρ. στη Φιλοσ.) «[[ἀμφίβροτος]] [[ἀσπίς]]», το [[σώμα]] που περιβάλλει, που κλείνει [[μέσα]] του την [[ψυχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βροτος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>βροτὸς</i> «[[θνητός]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:30, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἀμφίβροτος, -ον και -ος, -η, -ον (Α)
1. αυτός που καλύπτει, που περιβάλλει ολόκληρο τον άνθρωπο (στον Όμ. πάντα για την ασπίδα)
2. (φρ. στη Φιλοσ.) «ἀμφίβροτος ἀσπίς», το σώμα που περιβάλλει, που κλείνει μέσα του την ψυχή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + -βροτος < βροτὸς «θνητός»].