αμφάδιος: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμφάδιος]], -ία, -ιον (Α)<br />[[δημόσιος]], [[φανερός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[ἀμφάδιος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφαδός</i>. Η αιτ. θηλ. (<i>ἀμφαδίην</i>) χρησιμοποιήθηκε ως [[επίρρημα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἀμφαδίην</i>].
|mltxt=[[ἀμφάδιος]], -ία, -ιον (Α)<br />[[δημόσιος]], [[φανερός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> [[ἀμφάδιος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφαδός</i>. Η αιτ. θηλ. (<i>ἀμφαδίην</i>) χρησιμοποιήθηκε ως [[επίρρημα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἀμφαδίην</i>].
}}
}}

Latest revision as of 23:35, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀμφάδιος, -ία, -ιον (Α)
δημόσιος, φανερός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ἀμφάδιος < ἀμφαδός. Η αιτ. θηλ. (ἀμφαδίην) χρησιμοποιήθηκε ως επίρρημα.
ΠΑΡ. ἀμφαδίην].