αμφιάζω: Difference between revisions
From LSJ
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμφιάζω]] (Α)<br />(μεταγενέστερο [[αντί]] του [[ἀμφιέννυμι]]) [[περιβάλλω]] με ενδύματα κάποιον ή [[κάτι]], [[ενδύω]], [[ντύνω]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἀμφιάζω]] (Α)<br />(μεταγενέστερο [[αντί]] του [[ἀμφιέννυμι]]) [[περιβάλλω]] με ενδύματα κάποιον ή [[κάτι]], [[ενδύω]], [[ντύνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφὶ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>άζω</i>, αναλογικά με τα ρ. σε -<i>άζω</i> (πρβλ. λ.χ. [[ἀντιάζω]]). Πρόκειται για μεταπλασμένο στους ελληνιστικούς [[χρόνος]] τ. του ρ. [[ἀμφιέννυμι]]. Παραλλαγή του τ. έχουμε στο ρ. [[ἀμφιέζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀμφίασις]], [[ἀμφίασμα]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:35, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἀμφιάζω (Α)
(μεταγενέστερο αντί του ἀμφιέννυμι) περιβάλλω με ενδύματα κάποιον ή κάτι, ενδύω, ντύνω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφὶ- + -άζω, αναλογικά με τα ρ. σε -άζω (πρβλ. λ.χ. ἀντιάζω). Πρόκειται για μεταπλασμένο στους ελληνιστικούς χρόνος τ. του ρ. ἀμφιέννυμι. Παραλλαγή του τ. έχουμε στο ρ. ἀμφιέζω.
ΠΑΡ. ἀμφίασις, ἀμφίασμα.