αμφιάζω: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμφιάζω]] (Α)<br />(μεταγενέστερο [[αντί]] του [[ἀμφιέννυμι]]) [[περιβάλλω]] με ενδύματα κάποιον ή [[κάτι]], [[ενδύω]], [[ντύνω]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἀμφιάζω]] (Α)<br />(μεταγενέστερο [[αντί]] του [[ἀμφιέννυμι]]) [[περιβάλλω]] με ενδύματα κάποιον ή [[κάτι]], [[ενδύω]], [[ντύνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφὶ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>άζω</i>, αναλογικά με τα ρ. σε -<i>άζω</i> (πρβλ. λ.χ. [[ἀντιάζω]]). Πρόκειται για μεταπλασμένο στους ελληνιστικούς [[χρόνος]] τ. του ρ. [[ἀμφιέννυμι]]. Παραλλαγή του τ. έχουμε στο ρ. [[ἀμφιέζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀμφίασις]], [[ἀμφίασμα]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:35, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἀμφιάζω (Α)
(μεταγενέστερο αντί του ἀμφιέννυμι) περιβάλλω με ενδύματα κάποιον ή κάτι, ενδύω, ντύνω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφὶ- + -άζω, αναλογικά με τα ρ. σε -άζω (πρβλ. λ.χ. ἀντιάζω). Πρόκειται για μεταπλασμένο στους ελληνιστικούς χρόνος τ. του ρ. ἀμφιέννυμι. Παραλλαγή του τ. έχουμε στο ρ. ἀμφιέζω.
ΠΑΡ. ἀμφίασις, ἀμφίασμα.