συνέχεια: Difference between revisions

From LSJ

μὴ εἴπῃς ὠς οὐκ ἔστι Ζεύς → don't say that there is no Zeus

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "Ueber" to "Über")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1022.png Seite 1022]] ἡ, der Zusammenhalt oder Zusammenhang, die Verbindung; τὰ τῇ συνεχείᾳ μηδὲν σημαίνοντα, Plat. Soph. 261 e, vgl. 262 c; Pol. 5, 100, 2. 8, 17, 5; S. Emp. adv. geom. 115. – Ueberh. Dauer, auch anhaltende Bemühung, Dem. 18, 218; Plut. öfter, u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1022.png Seite 1022]] ἡ, der Zusammenhalt oder Zusammenhang, die Verbindung; τὰ τῇ συνεχείᾳ μηδὲν σημαίνοντα, Plat. Soph. 261 e, vgl. 262 c; Pol. 5, 100, 2. 8, 17, 5; S. Emp. adv. geom. 115. – Überh. Dauer, auch anhaltende Bemühung, Dem. 18, 218; Plut. öfter, u. a. Sp.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 23:45, 29 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνέχεια Medium diacritics: συνέχεια Low diacritics: συνέχεια Capitals: ΣΥΝΕΧΕΙΑ
Transliteration A: synécheia Transliteration B: synecheia Transliteration C: synecheia Beta Code: sune/xeia

English (LSJ)

ἡ,    A continuity, τῆς κινήσεως Arist.Metaph.1050b26; [τῶν νεύρων] Id.HA515b6; [ἡ ῥάχις] μία μὲν διὰ τὴν σ., πολυμερὴς δὲ τῇ διαιρέσει τῶν σπονδύλων Id.PA654b15, cf. HA559a7; σ. ἔχειν πρός τι Id.PA652b3; ὁ ὅλος ὄγκος ὥσπερ κατὰ συνέχειαν τρέφεται καὶ ἐπιδίδωσι Thphr.CP1.12.4; σ. γίνεται there is a continuous succession (of flowering), Id.HP6.8.4, cf. 7.10.3; σ. τῶν ἀκροβολισμῶν, τῆς μάχης, Plb.5.100.2, Hdn.8.5.2.    b coherence, πρὸς τὰ οἰκεῖα μέρη Stoic.2.145; νόσος . . τῆς σ. [τοῦ σώματος] τῶν μερῶν διαίρεσις Gal.7.2; ὀδύνη γίνεται . . τῆς σ. λυομένης Id.15.515.    c κατὰ συνέχειαν ἀριθμεῖσθαι to be reckoned by conjunction (e.g. 1, 2, 3, 4; 4, 5, 6, 7), Steph.in Hp.1.198 D.    2 mere sequence of words, Pl.Sph.261e, 262c; connection in a sentence, τῶν ὀνομάτων D.H.Vett.Cens.5.2, cf. Comp.23; γραμμάτων Demetr.Eloc.68; also of argument, αἱ κατὰ συνέχειαν [προτάσεις], = συνημμένα ἀξιώματα (cf. συνάπτω A. 111.3), Stoic.2.71, cf. 85; σ. ἀποδείξεων Luc.Dem.Enc.32; ἡ ἐν τῷ λογίζεσθαι σ. Plu. 2.792d; πυκνότης καὶ συνέχεια Hermog.Id.2.10.    3 of Time, link, Arist.Ph.222a10.    4 sequence, chain of cause and effect, ἐπισύνδεσις καὶ σ. τῶν αἰτίων Alex.Aphr.Fat.195.3; τῶν ἐφεξῆς σ. καὶ συμπλοκή Plot.3.1.4.    5 continuity of substance, viscosity, (sc. ἐλαίου) Thphr. Od.18; of dripping honey, μὴ . . ὑγρόν, ὡς ἀποσπᾶσθαι τῆς σ. Gal.6.270; ἡ πρὸς τὸν ὀμφαλὸν τοῦ ἐμβρύου σ. Sor.1.71; of broken bones, Id.Fract.5, al.; σ. τῶν φυτῶν Hdn.7.2.5.    6 compactness, close order, of military formation, Arr.Tact.11.4, Ael.Tact.11.4.    II continued attention, perseverance, D.18.218; continuance of an action, τῇ σ. τῆς μελέτης Hierocl. in CA27p.484M.; practice, Plot.4.6.3; συνεχείας δηλωτική, = frequentativa, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1022] ἡ, der Zusammenhalt oder Zusammenhang, die Verbindung; τὰ τῇ συνεχείᾳ μηδὲν σημαίνοντα, Plat. Soph. 261 e, vgl. 262 c; Pol. 5, 100, 2. 8, 17, 5; S. Emp. adv. geom. 115. – Überh. Dauer, auch anhaltende Bemühung, Dem. 18, 218; Plut. öfter, u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συνέχεια: ἡ, συνειρμός, ἀκολουθεία, ἐξακολούθησις, ἀδιάκοπος συνοχὴ ἢ διαδοχή, τῆς κινήσεως Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 8. 8, 18· τῶν νεύρων ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 4· [ἡ ῥάχις] μία μὲν διὰ τὴν σ., πολυμερὴς δὲ τῇ διαιρέσει τῶν σπονδύλων ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 9, 5, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 6· σ. ἔχειν πρός τι ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Μορ. 2. 7, 4· σ. τῶν ἀκροβολισμῶν, τῆς μάχης Πολύβ. 5. 100, 2, Ἡρῳδιαν. 8. 5. 2) σχέσιςἀκολουθία λέξεων ἐν τῇ προτάσει, Πλάτ. Σοφιστ. 261Ε, 262C· τῶν ὀνομάτων Διον. Ἁλ. τῶν Ἀρχαίων Κρίσις 5. 2· ἀποδείξεων Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 32· ἡ ἐν τῷ λογίζεσθαι σ. Πλούτ. 2. 792D. 3) ἐπὶ χρόνου, Ἀριστ. Φυσ. 4. 13, 1. 4) τὸ τῆς οὐσίας συνεχὲς ἢ συμπαγές, πυκνότης, ἐλαίου Θεοφρ. περὶ Ὀσμ. 18· τῶν φυτῶν Ἡρῳδιαν. 7. 2. ΙΙ. συνεχὴς προσοχή, ἐπιμονή, Δημ. 301. 14.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 continuité, suite non interrompue;
2 attention continue, persévérance.
Étymologie: συνεχής.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ συνεχής
(για πράγμ. και καταστάσεις) αδιάκοπη συνοχή ή διαδοχή, αδιάσπαστη ακολουθία
νεοελλ.
1. αυτό που έπεται, αυτό που επακολουθεί («η συνέχεια του άρθρου δημοσιεύεται αύριο»)
2. σημείο στίξης [-] που μπαίνει ανάμεσα στις συλλαβές μη ολοκληρωμένης λέξης για να δηλωθεί ότι οι υπόλοιπες συλλαβές της γράφονται στην επόμενη γραμμή
3. ιατρ. σύμφυση
4. φρ. α) «εν συνεχεία»
(με χρον. σημ.) στην ακόλουθη φάση
β) «νόμος της συνέχειας»
φυσ. νόμος που αφορά τη ροή ενός ιδανικού ρευστού και σύμφωνα με τον οποίο η παροχή μιας φλέβας ρευστού είναι σε όλα τα σημεία της ίδια, ανεξάρτητα από την ταχύτητα ροής
γ) «πρόσθια [ή οπίσθια] συνέχεια»
ιατρ. σύμφυση της ίριδας του οφθαλμού με τον κερατοειδή [ή τον κρυσταλλοειδή] φακό
δ) «ενδορρινική συνέχεια»
ιατρ. σύμφυση μεταξύ μιας ρινικής κόγχης και του ρινικού διαφράγματος
ε) «ενδομητρική συνέχεια»
ιατρ. σύμφυση πρόσθιου και οπίσθιου τοιχώματος της μήτρας, ύστερα π.χ. από φυματίωση του ενδομητρίου ή από μια απόξεση
αρχ.
1. η συνοχή της ύλης
2. (για ρευστά) πυκνότητα
3. (για στρατιωτικούς σχηματισμούς) αδιάσπαστη παράταξη
4. (για αρίθμηση) διαδοχική σειρά
5. στενή σχέση, συνάφεια
6. (για λόγο) α) στενή σύνδεση ή ακολουθία τών λέξεων μέσα στην πρόταση
β) νοηματική αλληλουχία
7. χρονική διάρκεια
8. σχέση αιτίου και αιτιατού
9. συνεχής φροντίδα, επίμονη προσπάθεια
10. εξάσκηση
11. εκκλ. ο σύνδεσμος μεταξύ του ανθρώπου και του Χριστού.

Greek Monotonic

συνέχεια: ἡ (συνεχής),·
I. 1. ακολουθία, συνοχή, διαδοχή, εξακολούθηση, συνέχεια, σε Αριστ.
2. συνοχή ή ακολουθία των λέξεων μέσα στην πρόταση, σε Λουκ.
II. αδιάλειπτη προσοχή, επίμονη προσπάθεια, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

συνέχεια:
1) непрерывность (τῆς κινήσεως Arst.): διὰ τὴν συνέχειαν τῶν ἀκροβολισμῶν Polyb. вследствие непрекращающейся перестрелки;
2) последовательность, вереница, ряд: τῇ συνεχείᾳ и κατὰ τὴν συνέχειαν Plut. последовательно, в виде ряда;
3) связность, связь (ἐν τῷ λογίζεσθαι Plut.);
4) плотность, густота (σ. καὶ πυκνότης τῶν Ῥωμαίων Plut.);
5) постоянство, настойчивость, стойкость (σ. καὶ ταλαιπωρίαι Dem.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνέχεια -ας, ἡ [συνεχής] opeenvolging, (logische) samenhang:. τὰ... τῇ συνεχείᾳ μηδὲν σημαίνοντα (woorden) die in samenhang niets betekenen Plat. Sph. 261e; σ. ἀποδείξεων samenhangende bewijsvoering [Luc.] 58.32. onophoudelijkheid, d.w.z. constante inzet. Dem. 18.218.

Middle Liddell

συνέχεια, ἡ, συνεχής
I. continuity, Arist.
2. connection or sequence of words or arguments, Luc.
II. continued attention, perseverance, Dem.