θηρολέτης: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thiroletis
|Transliteration C=thiroletis
|Beta Code=qhrole/ths
|Beta Code=qhrole/ths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[slayer of beasts]], Hsch.; <b class="b3">ὄζος ὁ θ</b>., of the club of Heracles, <span class="title">APl.</span>4.104 (Phil.):—fem. θηρ-ολέτις, ιδος, cj. for [[θηρότις]], Hsch.</span>
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[slayer of beasts]], Hsch.; <b class="b3">ὄζος ὁ θ</b>., of the club of Heracles, <span class="title">APl.</span>4.104 (Phil.):—fem. θηρ-ολέτις, ιδος, cj. for [[θηρότις]], Hsch.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:10, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηρολέτης Medium diacritics: θηρολέτης Low diacritics: θηρολέτης Capitals: ΘΗΡΟΛΕΤΗΣ
Transliteration A: thērolétēs Transliteration B: thēroletēs Transliteration C: thiroletis Beta Code: qhrole/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, A slayer of beasts, Hsch.; ὄζος ὁ θ., of the club of Heracles, APl.4.104 (Phil.):—fem. θηρ-ολέτις, ιδος, cj. for θηρότις, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1210] ὁ, wilde Thiere vernichtend; so heißt die Keule des Herakles Philp. 52 (Plan. 104).

Greek (Liddell-Scott)

θηρολέτης: -ου, ὁ, ὁ φονεύων ἄγρια θηρία, Ἡσύχ.· ὄζοςθηρολέτης, ἐπὶ τοῦ ῥοπάλου τοῦ Ἡρακλέους, Ἀνθ. Πλαν. 4. 104· θηλ. θηρολέτις, ιδος, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
destructeur de bêtes sauvages.
Étymologie: θήρ, ὄλλυμι.

Greek Monolingual

θηρολέτης, ό και θηλ. θηρολέτις (Α)
1. αυτός που σκοτώνει άγρια ζώα, κυνηγός
2. φρ. «ὄζοςθηρολέτης» — το ρόπαλο του Ηρακλέους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)- + ολέτης (< όλλυμι «καταστρέφω»)].

Greek Monotonic

θηρολέτης: -ου, ὁ (ὄλλυμι), αυτός που σκοτώνει άγρια ζώα, σε Ανθ. Π.

Middle Liddell

θηρ-ολέτης, ου, ὄλλυμι
slayer of beasts, Anth.