κήρινθος: Difference between revisions
From LSJ
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kirinthos | |Transliteration C=kirinthos | ||
|Beta Code=kh/rinqos | |Beta Code=kh/rinqos | ||
|Definition=ὁ, <span class="sense"> | |Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[bee-bread]], = [[ἐριθάκη]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>623b23</span>, <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>11.17</span>, Hsch. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> kind of [[ulcer]], Id.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:20, 30 December 2020
English (LSJ)
ὁ, A bee-bread, = ἐριθάκη, Arist.HA623b23, Plin.HN11.17, Hsch. II kind of ulcer, Id.
German (Pape)
[Seite 1433] ὁ, das Bienenbrod, Hesych. S. ἐριθάκη.
Greek (Liddell-Scott)
κήρινθος: ὁ, τροφὴ τῶν μελισσῶν, ὡσαύτως ἐριθάκη, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 5, Ἡσύχ. ΙΙ. εἶδος ἕλκους, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κήρινθος, ὁ (Α)
1. η τροφή τών μελισσών, η εριθάκη, ρευστή κομμιώδης ουσία, διαφορετική από το μέλι, η οποία παράγεται από τις μέλισσες ως τροφή τους
2. (κατά τον Ησύχ.) είδος έλκους, είδος πληγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός. Η κατάλ. -ινθος παρατηρείται συν. σε λ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος].
Russian (Dvoretsky)
κήρινθος: ὁ бот. керинт, перга, цветень Arst.