καθαιμακτός: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kathaimaktos
|Transliteration C=kathaimaktos
|Beta Code=kaqaimakto/s
|Beta Code=kaqaimakto/s
|Definition=όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[bloodstained]], φόνος <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span>1358</span> (lyr.).</span>
|Definition=όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[bloodstained]], φόνος <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span>1358</span> (lyr.).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:26, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθαιμακτός Medium diacritics: καθαιμακτός Low diacritics: καθαιμακτός Capitals: ΚΑΘΑΙΜΑΚΤΟΣ
Transliteration A: kathaimaktós Transliteration B: kathaimaktos Transliteration C: kathaimaktos Beta Code: kaqaimakto/s

English (LSJ)

όν, A bloodstained, φόνος E.Or.1358 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1279] blutbefleckt, τὸν Ἑλένας φόνον καθαιμακτόν Eur. Or. 1358. Von

Greek (Liddell-Scott)

καθαιμακτός: -όν, καθῃμαγμένος, κεκηλιδωμένος αἵματι, αἱματηρός, τὸν Ἑλένας φόνον καθαιμακτὸν Εὐρ. Ὀρ. 1358.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
ensanglanté.
Étymologie: καθαιμάσσω.

Greek Monolingual

καθαιμακτός, -όν (Α)
αιματηρός, κηλιδωμένος με αίμακαθαιμακτός φόνος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + αἱμακτός (< αἱμάσσω «ματώνω»)].

Greek Monotonic

καθαιμακτός: -όν, αιματοκυλισμένος, αυτός που έχει κηλίδες αίματος, καταματωμένος, αιματηρός, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθαιμακτός: [adj. verb. к καθαιμάσσω окровавленный (ὁ Ἑλένας φόνος Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθαιμακτός -ή -όν [καθαιμάσσω] met bloed bevlekt.

Middle Liddell

καθαιμακτός,
bloodstained, bloody, Eur. [from καθαιμάσσω