κοσκινίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀεὶ φέρει τὶ Λιβύη καινὸν κακόνLibya always bears some new evil

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=koskinizo
|Transliteration C=koskinizo
|Beta Code=koskini/zw
|Beta Code=koskini/zw
|Definition=<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[κοσκινεύω]], Asclep. ap. Gal.13.326, Aq., Sm.<span class="title">Am.</span>9.9, <span class="title">Gp.</span>13.15.4. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> metaph., [[thrash]], [[beat]], Hierocl.<span class="title">Facet.</span>209 (Pass.).</span>
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[κοσκινεύω]], Asclep. ap. Gal.13.326, Aq., Sm.<span class="title">Am.</span>9.9, <span class="title">Gp.</span>13.15.4. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> metaph., [[thrash]], [[beat]], Hierocl.<span class="title">Facet.</span>209 (Pass.).</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 12:56, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσκῐνίζω Medium diacritics: κοσκινίζω Low diacritics: κοσκινίζω Capitals: ΚΟΣΚΙΝΙΖΩ
Transliteration A: koskinízō Transliteration B: koskinizō Transliteration C: koskinizo Beta Code: koskini/zw

English (LSJ)

A = κοσκινεύω, Asclep. ap. Gal.13.326, Aq., Sm.Am.9.9, Gp.13.15.4. II metaph., thrash, beat, Hierocl.Facet.209 (Pass.).

Greek (Liddell-Scott)

κοσκινίζω: ὡς καὶ νῦν, = κοσκινεύω, Διοσκ. Παραβ. 1. 154, Ὀρνεοσόφ. κτλ.

Greek Monolingual

και κοσκινάω (ΑM κοσκινίζω) κόσκινον
διαχωρίζω λεπτά μόρια ή κόκκους ενός υλικού από άλλα χοντρότερα, καθαρίζω αλεύρι, όσπρια ή άλλα υλικά με παλμικές κινήσεις χρησιμοποιώντας το κόσκινο
νεοελλ.
1. εξετάζω λεπτομερώς, πολυεξετάζω («πολύ τήν κοσκινίζει την υπόθεση και θα τά βγάλει όλα στη φόρα»)
2. παροιμ. «όποιος βαριέται να ζυμώσει πέντε μέρες κοσκινάει» — λέγεται γι' αυτούς που αργοπορούν να κάνουν κάτι από νωθρότητα
μσν.-αρχ.
χτυπώ, μαστιγώνω.