λοχίτης: Difference between revisions

From LSJ

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lochitis
|Transliteration C=lochitis
|Beta Code=loxi/ths
|Beta Code=loxi/ths
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[one of the same]] [[λόχος]] or <b class="b2">company, fellow-soldier, comrade</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span> 1650</span>, <span class="bibl">X. <span class="title">Cyr.</span>2.2.7</span>, etc.; <b class="b3">ξὺν λοχίταις εἴτε καὶ μονοστιβῆ</b>; with [[attendants]] or alone ? <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>768</span>; πολλοὺς ἔχων ἄνδρας λοχίτας <span class="bibl">S. <span class="title">OT</span>751</span>:— fem. λοχῖτις [[ἐκκλησία]], = Lat. [[comitia centuriata]], <span class="bibl">D.H.4.20</span>, <span class="bibl">App.<span class="title">BC</span> 3.30</span>, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[one who lies in wait]], Hsch., Suid. (leg. [[λοχητής]]).</span>
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[one of the same]] [[λόχος]] or <b class="b2">company, fellow-soldier, comrade</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span> 1650</span>, <span class="bibl">X. <span class="title">Cyr.</span>2.2.7</span>, etc.; <b class="b3">ξὺν λοχίταις εἴτε καὶ μονοστιβῆ</b>; with [[attendants]] or alone ? <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>768</span>; πολλοὺς ἔχων ἄνδρας λοχίτας <span class="bibl">S. <span class="title">OT</span>751</span>:— fem. λοχῖτις [[ἐκκλησία]], = Lat. [[comitia centuriata]], <span class="bibl">D.H.4.20</span>, <span class="bibl">App.<span class="title">BC</span> 3.30</span>, etc. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[one who lies in wait]], Hsch., Suid. (leg. [[λοχητής]]).</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:10, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοχίτης Medium diacritics: λοχίτης Low diacritics: λοχίτης Capitals: ΛΟΧΙΤΗΣ
Transliteration A: lochítēs Transliteration B: lochitēs Transliteration C: lochitis Beta Code: loxi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, A one of the same λόχος or company, fellow-soldier, comrade, A.Ag. 1650, X. Cyr.2.2.7, etc.; ξὺν λοχίταις εἴτε καὶ μονοστιβῆ; with attendants or alone ? A.Ch.768; πολλοὺς ἔχων ἄνδρας λοχίτας S. OT751:— fem. λοχῖτις ἐκκλησία, = Lat. comitia centuriata, D.H.4.20, App.BC 3.30, etc. II one who lies in wait, Hsch., Suid. (leg. λοχητής).

Greek (Liddell-Scott)

λοχίτης: [ῑ], -ου, ὁ, (λόχος) ὁ ἐκ τοῦ αὐτοῦ λόχου ἢ στρατιωτικοῦ σώματος, συστρατιώτης, σύντροφος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1650, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 7, κτλ.· ξὺν λοχίταις εἴτε καὶ μονοστιβῆ; μὲ στρατιῶτας ἢ μόνος; Αἰσχύλ. Χο. 768· πολλοὺς ἔχων λοχίτας Σοφ. Ο. Τ. 751· ― θηλ. λοχῖτις ἐκκλησία, ἴδε ἐν λέξ. λόχος Ι. 3. ε. ΙΙ. ὁ ἐνεδρεύων, Εὐστ. Πονημ. 272. 14.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui fait partie d’une troupe, particul. d’une compagnie, soldat.
Étymologie: λόχος.

Greek Monolingual

λοχίτης, -ου, θηλ. λοχῑτις (AM) λόχος
αυτός που ενεδρεύει («καί τις ἐκεῑθεν ὁδοιπορῶν ἀπέριττος ἄνθρωπος περιπεσέτω τοῑς λοχίταις», Ευστ.)
αρχ.
1. αυτός που είναι από τον ίδιο λόχο με άλλον, συστρατιώτης («εἰ ξὺν λοχίταις, εἴτε καὶ μονοστιβῆ», Αισχύλ.)
2. απλός στρατιώτης, οπλίτης
3. το θηλ. ἡ λοχῑτις (ενν. ἐκκλησία)
η μεγάλη συνέλευση τών Ρωμαίων κατά την οποία ψήφιζαν κατά λόχους για την εκλογή αρχών, για πόλεμο, για ειρήνη ή για άλλα σπουδαία θέματα, όπως λ.χ. για επιβολή θανατικής ποινής.

Greek Monotonic

λοχίτης: [ῑ], -ου, ὁ (λόχος), στρατιώτης από τον ίδιο λόχο ή στρατιωτικό σώμα, συστρατιώτης, συμπολεμιστής, συμμαχητής, σε Αισχύλ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

λοχίτης: ου (ῑ) ὁ солдат лоха, боец, воин Aesch., Soph., Xen.

Middle Liddell

λοχί¯της, ου, ὁ, λόχος
one of the same company, a fellow-soldier, comrade, Aesch., Xen.

English (Woodhouse)

companion in arms, fellow-soldier

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)