μερμίλλων: Difference between revisions
From LSJ
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mermillon | |Transliteration C=mermillon | ||
|Beta Code=mermi/llwn | |Beta Code=mermi/llwn | ||
|Definition=ωνος, ὁ, = Lat. <span class="sense"> | |Definition=ωνος, ὁ, = Lat. <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">mirmillo (murmillo</b>), a light-armed gladiator, <span class="title">CIG</span>3392 (Smyrna); μορμίλλων, pl. -ονες, <span class="title">IG</span>12(8).547 (Thasos); μουρμίλλων, <span class="title">CIG</span>2889 (Milet.); μυρμύλλων, <span class="title">IGRom.</span>1.773 (Hadrianopolis).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 15:05, 30 December 2020
English (LSJ)
ωνος, ὁ, = Lat. A mirmillo (murmillo), a light-armed gladiator, CIG3392 (Smyrna); μορμίλλων, pl. -ονες, IG12(8).547 (Thasos); μουρμίλλων, CIG2889 (Milet.); μυρμύλλων, IGRom.1.773 (Hadrianopolis).
Greek (Liddell-Scott)
μερμίλλων: -ωνος, ὁ, τὸ Λατ. mirmilo, μονομάχος ἐκ τῆς τάξεως τῶν μονομάχων ὧν τὸ κράνος εἶχεν εἰκόνα τοῦ ἰχθύος μορμύλου (ὀρθότ. μορμύρου), Συλλ. Ἐπιγρ. 3392· μορμίλλων αὐτόθι 2164, πρβλ. 2889.
Greek Monolingual
μερμίλλων και μορμίλλων και μουρμίλλων και μυρμύλλων, -ωνος, ό (Α)
μονομάχος από την τάξη εκείνων που είχαν στο κράνος τους εικόνα του ψαριού μορμύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mirmilo].