μικροψυχία: Difference between revisions
μέγα γὰρ τὸ τῆς θαλάσσης κράτος → great is the power of the country that controls the sea, control of the sea is a great thing, the dominion of the sea is a great matter, the rule of the sea is a great matter, the rule of the sea is indeed a great matter, control of the sea is a paramount advantage
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mikropsychia | |Transliteration C=mikropsychia | ||
|Beta Code=mikroyuxi/a | |Beta Code=mikroyuxi/a | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"> | |Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[littleness of soul]], [[meanness of spirit]], <span class="bibl">Isoc.5.79</span>, <span class="bibl">D.18.279</span>,<span class="bibl">19.193</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1125a33</span>, <span class="bibl">Men. <span class="title">Georg.Fr.</span>3</span>, <span class="bibl">Cic.<span class="title">Att.</span>9.11.4</span>, Longin.4.7.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:26, 30 December 2020
English (LSJ)
ἡ, A littleness of soul, meanness of spirit, Isoc.5.79, D.18.279,19.193, Arist.EN1125a33, Men. Georg.Fr.3, Cic.Att.9.11.4, Longin.4.7.
German (Pape)
[Seite 185] ἡ, kleine Seele, niedrige Gesinnung, Kleinmuth; Isocr. 5, 79; καὶ ταπεινότης, Arist. rhet. 2, 6; Men. bei Stob. fl. 20, 22; Luc. Prom. 9; Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μῑκροψῡχία: ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις μικρόψυχος, τὸ νὰ ἔχῃ ταπεινὸν φρόνημα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μεγαλοψυχία, Ἰσοκρ. 98Α, Δημ. 319. 5., 401. 18, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3, 37. 2) τὸ περὶ τὰ μικρὰ φιλόνεικον, φιλονεικία, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
petitesse d’âme ou de caractère, bassesse de sentiments.
Étymologie: μικρόψυχος.
Greek Monolingual
και μικροψυχιά, η (ΑΜ μικροψυχία) μικρόψυχος
μικρότητα ψυχής, ποταπότητα φρονήματος, μηδαμινότητα, ευτέλεια
νεοελλ.-μσν.
έλλειψη ψυχικής δύναμης ή γενναιότητας, ολιγοψυχία, λιποψυχία, δειλία
μσν.
απογοήτευση, αποκαρδίωση
αρχ.
φιλονικία για ταπεινά και ασήμαντα πράγματα.
Greek Monotonic
μῑκροψυχία: ἡ, μικροψυχία, το αδύναμο φρόνημα, σε Δημ., Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
μικροψῡχία: ἡ низменный образ мыслей, пошлость или малодушие (μ. καὶ ταπεινότης Arst.; μ. καὶ ἀσθένεια Plut.).
Middle Liddell
μῑκροψῡχία, ἡ,
littleness of soul, meanness of spirit, Dem., Arist. [from μῑκρόψῡχος]