ναύτης: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=naytis
|Transliteration C=naytis
|Beta Code=nau/ths
|Beta Code=nau/ths
|Definition=ου, ὁ, (ναῦς) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[seaman]], [[sailor]], <span class="bibl">Il.19.375</span>, <span class="bibl">Sapph.<span class="title">Supp.</span>9.8</span>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>4.188</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>302a</span>, etc.: as Adj., ν. ὅμιλος <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>921</span> (lyr.); [[by sea]], opp. [[πεζός]] (by land), <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>719</span> (troch.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[passenger by sea]], ναύτην ἄγειν τινά <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>901</span>: metaph., <b class="b3">συμποσίου ναῦται</b> [[mates]] in the drinking bout, <span class="bibl">Dionys.Eleg.5</span>.</span>
|Definition=ου, ὁ, (ναῦς) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[seaman]], [[sailor]], <span class="bibl">Il.19.375</span>, <span class="bibl">Sapph.<span class="title">Supp.</span>9.8</span>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>4.188</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>302a</span>, etc.: as Adj., ν. ὅμιλος <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>921</span> (lyr.); [[by sea]], opp. [[πεζός]] (by land), <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>719</span> (troch.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[passenger by sea]], ναύτην ἄγειν τινά <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>901</span>: metaph., <b class="b3">συμποσίου ναῦται</b> [[mates]] in the drinking bout, <span class="bibl">Dionys.Eleg.5</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:00, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναύτης Medium diacritics: ναύτης Low diacritics: ναύτης Capitals: ΝΑΥΤΗΣ
Transliteration A: naútēs Transliteration B: nautēs Transliteration C: naytis Beta Code: nau/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (ναῦς) A seaman, sailor, Il.19.375, Sapph.Supp.9.8, Pi.P.4.188, Pl.Plt.302a, etc.: as Adj., ν. ὅμιλος E.Hec.921 (lyr.); by sea, opp. πεζός (by land), A.Pers.719 (troch.). II passenger by sea, ναύτην ἄγειν τινά S.Ph.901: metaph., συμποσίου ναῦται mates in the drinking bout, Dionys.Eleg.5.

German (Pape)

[Seite 233] ὁ, der Schiffsmann, Schiffer, Seefahrer; πῶς δέ σε ναῦται ἤγαγον εἰς Ἰθάκην, Od. 1, 171, öfter; Hes. u. Pind., ναυτᾶν ἄωτος sind die Argonauten, P. 4, 188; πεζὸς ἢ ναύτης, Aesch. Pers. 705, öfter, wie Soph.; auch μή μ' ἄγειν ναύτην, auf dem Schiffe, Phil. 901, Suid. erkl. ἐπιβάτης; – Eur. ναύταν ὅμιλον, Hec. 921, öfter; u. in Prosa, wo damit bes. die Matrosen, Ruderknechte bezeichnet werden; διὰ τἠν τῶν κυβερνητῶν καὶ ναυτῶν μοχθηρίαν, Plat. Polit. 302 a; ναύτας ὁπλίσας, Xen. Hell. 1, 1, 16; κατέγραφον ναύτας, Pol. 1, 49, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ναύτης: -ου, ὁ, (ναῦς) Λατ. nauta, ὡς καὶ νῦν, ναύτης, Ὅμ., Ἡσ., κλ.· ὡς ἐπίθ., ν. ὅμιλος Εὐρ. Ἑκάβ. 921· κατὰ θάλασσαν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πεζὸς (κατὰ γῆν), πεζὸς ἢ ναύτης δὲ πεῖραν τήνδ’ ἐμώρανεν τάλας; Αἰσχύλ. Πέρσ. 719. ΙΙ. ὁ κατὰ θάλασσαν συνοδοιπόρος, σύντροφος, συνταξειδιώτης, ναύτην ἄγειν τινὰ Σοφ. Φ. 901· μεταφορ., συμποσίου ναῦται, σύντροφοι ἐν τῷ συμποσίῳ, συμπόται, Διονύσιος Ἐλεγειογράφ. παρ’ Ἀθην. 443D.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
marin, matelot.
Étymologie: R. ΝαϜ, cf. νάω, lat. nauta.

English (Autenrieth)

seaman, sailor, only pl.

English (Strong)

from ναῦς; a boatman, i.e. seaman: sailor, shipman.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ναύτης, Α θηλ. ναύτρια, Μ και νάπτης)
αυτός που ταξιδεύει με πλοίο και εργάζεται σε αυτό αποτελώντας μέλος του πληρώματός του, σε αντιδιαστολή με τους βαθμοφόρους, και εκτελεί, κυρίως, ναυτικές εργασίες («διὰ τὴν τῶν κυβερνητῶν και ναυτῶν μοχθηρίαν», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. (στο πολεμικό ναυτικό) αυτός που εκπληρώνει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις στο ναυτικό, στρατεύσιμος ή εθελοντής, όχι βαθμοφόρος
2. ναυτικός
3. φρ. «Οίκος του Ναύτη» — νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου υπό την εποπτεία του υπουργείου Ναυτιλίας που σκοπό έχει την παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στους ναυτικούς και στις οικογένειές τους
αρχ.
1. συνταξιδιώτης
2. μτφ. σύντροφος («συμποσίου ναῡται», Διον. Ελεγειογράφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + επίθημα -της. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. nauta, nauseda).
ΠΑΡ. ναυτία, ναυτικός, ναυτίλος
αρχ.
ναυταρίδιον, ναυτεία, ναύτιλος, ναυτίς
μσν.
ναυτίζω
νεοελλ.
ναυτάκι, ναυτόπουλο, ναυτοσύνη, ναυτώνας.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ναυτολόγος
αρχ.
ναυτοκολυμβητής, ναυτοκράτωρ, ναυτοπαίδιον, ναυτοτίρων
νεοελλ.
ναυταπάτη, ναυταποστολή, ναυτασφάλεια ναυτασφάλιση, ναυτεργασία, ναυτεργάτης, ναυτογράφος, ναυτοδάνειο, ναυτοδίκης, ναυτομεσίτης, ναυτόπαις, ναυτοφυλακή, ναυτόφωνο].

Greek Monotonic

ναύτης: -ου, ὁ (ναῦς), Λατ. nauta,
I. ναύτης, ναυτικός, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· ως επίθ., ναύτης ὅμιλος, σε Ευρ.
II. σύντροφος ή συνταξιδιώτης στη θάλασσα· ναύτην ἄγειν τινά, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ναύτης: дор. ναύτας, ου ὁ
1) мореплаватель, мореход: πεζὸς ἢ ν.; Aesch. (как) пешеход или как мореход?, т. е. по суше или по морю?;
2) моряк, гребец, матрос (οἱ κυβερνῆται καὶ ναῦται Plat.);
3) спутник: ναύτην ἄγειν τινά Soph. увозить кого-л. с собою (на корабле).

Middle Liddell

ναύτης, ου, ὁ, ναῦς
I. Lat. nauta, a seaman, sailor, Hom., Hes., etc.; as adj., ν. ὅμιλος Eur.
II. a mate or companion by sea, ναύτην ἄγειν τινά Soph.

Chinese

原文音譯:naÚthj 腦帖士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:船舶
字義溯源:船員,水手,船夫;源自(ναῦς)=船);而 (ναῦς)出自(Ναχώρ)X*=漂浮)。參讀 (ναῦς)同源字
出現次數:總共(3);徒(2);啓(1)
譯字彙編
1) 水手(2) 徒27:27; 徒27:30;
2) 眾水手(1) 啓18:17

English (Woodhouse)

sailor

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)