προσπάθεια: Difference between revisions

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prospatheia
|Transliteration C=prospatheia
|Beta Code=prospa/qeia
|Beta Code=prospa/qeia
|Definition=[ᾰ], ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[passionate attachment]], πρός τι γένος ἀκρασίας <span class="bibl">Dicaearch.1.10</span>; defined as <b class="b3">ἐπιθυμία δεδουλωμένη</b>, Andronic. Rhod. <span class="bibl">p.572</span> M.; written προσπαθία, Phld.<span class="title">D.</span>1.14 (pl.); ἄνευ προσκλίσεως καὶ προσπαθείας <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>1.230</span>; <b class="b3">γενομένους ἐν π</b>. <span class="bibl">Heraclit.<span class="title">Incred.</span>16</span>; <b class="b3">προσπαθείας &lt;ἕνεκα</b>&gt; Zos.Alch.<span class="bibl">p.118</span> B. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> in later Philos., [[clinging]] of the soul to the body and its passions, <span class="bibl">Porph.<span class="title">Sent.</span>28</span>; <b class="b3">ἡ πρὸς τὸ σῶμα π</b>. ib.<span class="bibl">29</span>; <b class="b3">ἡ θνητὴ π</b>. <span class="bibl">Hierocl.<span class="title">in CA</span> 3p.425M.</span>, cf. <span class="bibl">M.Ant. 12.3</span>.</span>
|Definition=[ᾰ], ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[passionate attachment]], πρός τι γένος ἀκρασίας <span class="bibl">Dicaearch.1.10</span>; defined as <b class="b3">ἐπιθυμία δεδουλωμένη</b>, Andronic. Rhod. <span class="bibl">p.572</span> M.; written προσπαθία, Phld.<span class="title">D.</span>1.14 (pl.); ἄνευ προσκλίσεως καὶ προσπαθείας <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>1.230</span>; <b class="b3">γενομένους ἐν π</b>. <span class="bibl">Heraclit.<span class="title">Incred.</span>16</span>; <b class="b3">προσπαθείας &lt;ἕνεκα</b>&gt; Zos.Alch.<span class="bibl">p.118</span> B. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> in later Philos., [[clinging]] of the soul to the body and its passions, <span class="bibl">Porph.<span class="title">Sent.</span>28</span>; <b class="b3">ἡ πρὸς τὸ σῶμα π</b>. ib.<span class="bibl">29</span>; <b class="b3">ἡ θνητὴ π</b>. <span class="bibl">Hierocl.<span class="title">in CA</span> 3p.425M.</span>, cf. <span class="bibl">M.Ant. 12.3</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 22:15, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπάθεια Medium diacritics: προσπάθεια Low diacritics: προσπάθεια Capitals: ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ
Transliteration A: prospátheia Transliteration B: prospatheia Transliteration C: prospatheia Beta Code: prospa/qeia

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, A passionate attachment, πρός τι γένος ἀκρασίας Dicaearch.1.10; defined as ἐπιθυμία δεδουλωμένη, Andronic. Rhod. p.572 M.; written προσπαθία, Phld.D.1.14 (pl.); ἄνευ προσκλίσεως καὶ προσπαθείας S.E.P.1.230; γενομένους ἐν π. Heraclit.Incred.16; προσπαθείας <ἕνεκα> Zos.Alch.p.118 B. II in later Philos., clinging of the soul to the body and its passions, Porph.Sent.28; ἡ πρὸς τὸ σῶμα π. ib.29; ἡ θνητὴ π. Hierocl.in CA 3p.425M., cf. M.Ant. 12.3.

German (Pape)

[Seite 776] ἡ, Leidenschaft für eine Person oder Sache, leidenschaftliche Zuneigung zu Etwas, πρός τινα oder πρός τι, Sp., neben πρόσκλισις S. Emp. pyrrh. 1, 230. – Bei den Akademikern der dem Wahrscheinlichen ertheilte Beifall.

Greek (Liddell-Scott)

προσπάθεια: ἡ, ἡ μετὰ πάθους ἀφοσίωσις, συμπάθεια, σφοδρὰ μετὰ πάθους ἐπιθυμία, προσωποληψία, Κλήμ. Ἀλ. 128· πρός τι Δικαίαρχ. σ. 143 Fuhr· σαρκικαὶ πρ. Κλήμ. Ἀλ. 880· ἴδε Gatak εἰς Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 12. § 4· ἄνευ προσπαθείας Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 230.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και προσπαθία Α προσπαθής
νεοελλ.
1. η πνευματική ή η σωματική ενέργεια που συνοδεύεται από ζήλο και έντονη δραστηριότητα, η ταυτόχρονη ένταση τών σωματικών και πνευματικών δυνάμεων για την επίτευξη ενός σκοπού («καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια προκειμένου να πετύχει στις εξετάσεις»)
2. απόπειρα, δοκιμή (α. «έγινε μια ακόμη προσπάθεια προσέγγισης τών δύο πλευρών για την κατάπαυση του πολέμου» β. «ο ακοντιστής απέτυχε και στις τρεις προσπάθειες»)
μσν.-αρχ.
1. (με κακή ή καλή σημ.) προσήλωση ή αφοσίωση με πάθος σε κάποιον ή σε κάτι ή και έντονη επιθυμία για κάποιον ή για κάτι («προσπάθειαι αἱ σαρκικαί», Κλήμ. Αλ.)
2. κλίση, ροπή προς κάτι
3. μεροληψία
4. (φιλοσ.) η προσήλωση της ψυχής στο σώμα και στα πάθη του.

Russian (Dvoretsky)

προσπάθεια: (πᾰ) ἡ склонность, пристрастие (ἄνευ προσκλίσεως καὶ προσπαθείας Sext.).